Συνέδριο Economist: Ελλάδα 200 Χρόνια Οικονομικής Επιβίωσης

9 Απριλίου 202118:00

Τα επιτεύγματα της Ελλάδας στα 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821, αλλά και τους εθνικούς στόχους και προκλήσεις στα χρόνια που θα ακολουθήσουν, ετέθησαν στο επίκεντρο ψηφιακής εκδήλωσης του Economist με θέμα «ΕΛΛΑΔΑ: 200 ΧΡΟΝΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ», που πραγματοποιήθηκεστις 8 Απριλίου 2021 υπό την αιγίδα του Υπουργείου Οικονομικών.

Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην πορεία και εξέλιξη του ελληνικού χρέους, με το βλέμμα στο παρελθόν και στο μέλλον. Παράλληλα, υπογραμμίσθηκαν από διακεκριμένους αξιωματούχους και αναλυτές οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας εν μέσω της συνεχιζόμενης πανδημίας. Τις εργασίες συντόνισε η Joan Hoey, διευθύντρια Ευρώπης, The Economist Intelligence Unit.

Συνολικά έξι θεματικές ενότητες, μετά τον χαιρετισμό της περιφερειακής διευθύντριας του The Economist Intelligence Unit Τζόαν Χέι,επεδίωξαν να θέσουν τις βάσεις για έναν ανοιχτό διάλογο μεταξύ των συμμετεχόντων, προσφέροντας ιδιαίτερα χρήσιμες οπτικές μέσα στη δίνη της πανδημίας της νόσου Covid-19 που διανύουμε.

Συγκεκριμένα, οι έξι θεματικές ήταν οι ακόλουθες:

  1. «200 Χρόνια Σύγχρονη Ελλάδα»,
  2. «Η Ελλάδα γιορτάζει μία επέτειο με βιώσιμο χρέος;»,
  3. «Ελληνικό δημόσιο χρέος: Μία ιστορία δύο αιώνων»,
  4. «Επιχειρηματικότητα και επενδύσεις με φόντο το υψηλό δημόσιο χρέος»,
  5. «2009-2015: Η ιστορία της διαχείρισης του ελληνικού χρέους και της διάσωσης της Ελλάδας»,
  6. «O αναστοχασμός της Ελλάδας: Αποτυχίες από το παρελθόν, μαθήματα για το μέλλον».

Παρατίθενται τα κύρια σημεία των ομιλιών:

Α.Ε. Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου (βιντεοσκοπημένο μήνυμα)
Στον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας, 200 χρόνια πριν, ως την πρώτη εθνική επανάσταση που κατόρθωσε να επικρατήσει στην Ευρώπη τον 19ο αιώνα αναφέρθηκε κατά το βιντεοσκοπημένο της μήνυμα στο συνέδριο του Economist η Α.Ε. Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου. Όπως εξήγησε, στην πορεία προς την ελευθερία, το έθνος των Ελλήνων δεν είχε να αντιπαλέψει μόνο τη στρατιωτική υπεροπλία μιας αντίπαλης οθωμανικής αυτοκρατορίας αλλά την ανυπαρξία πόρων, την οικονομική ανέχεια, την αρχική απουσία στήριξης. Αναφέρθηκε στα δάνεια της Επανάστασης, το 1824-25, που αποτελούσαν επίσης μια πρώτη ψήφο εμπιστοσύνης των τραπεζιτών του Λονδίνου για το μέλλον του ελληνικού κράτους αλλά και στο δάνειο των Δυνάμεων, το 1833.
 
Όπως σημείωσε η κ. Κατερίνα Σακελλαροπούλου, μετά τα πρώτα 100 χρόνια ελεύθερου ελληνικού κράτους στις αρχές του 20ού αιώνα, εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες έφευγαν μετανάστες για την Αμερική, σπρωγμένοι από την ανέχεια και τις οικονομικές κρίσεις. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, η Ελλάδα κλήθηκε να ενσωματώσει πάνω από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες ενώ η χώρα έχοντας αντισταθεί σθεναρά στις δυνάμεις του άξονα, ακόμη μία φορά από τη σωστή πλευρά της ιστορίας από το 1974 ζει τη μακρότερη περίοδο ώριμου και εμπεδωμένου δημοκρατικού βίου. Επίσης, όπως τόνισε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα πριν από 40 χρόνια ολοκλήρωσε την πορεία ανεξαρτησίας. Όπως είπε, η χώρα μας είναι πλέον ένα ισχυρό Κράτος Δικαίου, με θεσμικές εγγυήσεις και αποτελεσματική προστασία των ατομικών και κοινωνικών μας δικαιωμάτων.
Η κ. Σακελλαροπούλου δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στα λάθη που σημειώθηκαν, μιλώντας για την τελευταία κρίση χρέους της δεκαετίας του 2010, όπου η Ελλάδα πλήρωσε ένα βαρύτατο τίμημα για τα λάθη του παρελθόντος. Ωστόσο, όπως τόνισε, οι δημοκρατικοί θεσμοί άντεξαν, και η κοινωνία επανεπιβεβαίωσε τη δέσμευσή της στο ευρωπαϊκό εγχείρημα και στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα. Απέναντι στην αβεβαιότητα του καιρού μας, η ευρωπαϊκή ενότητα και αλληλεγγύη αποτελεί τη μεγαλύτερη ασφάλεια, υπογράμμισε κλείνοντας.
 
 
Χρήστος Σταϊκούρας, υπουργός Οικονομικών
«Χάρη στην αυταπάρνηση και τις θυσίες του ελληνικού λαού αλλά μερικές φορές και την αλληλεγγύη εταίρων και συμμάχων μας καταφέρναμε να σταθούμε όρθιοι, βγαίνοντας δυνατότεροι μετά από κάθε κρίση», τόνισε ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, αναφερόμενος στην πορεία του ελληνικού έθνος από την Επανάσταση του 1821 μέχρι σήμερα. Ειδικότερα όσον αφορά την πορεία της ελληνικής οικονομίας, αυτή χαρακτηρίζεται από περιόδους με εντυπωσιακά αναπτυξιακά άλματα αλλά και με στασιμότητες και υφέσεις, πρόσθεσε. Αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στις φάσεις εκσυγχρονισμού που πέρασε η ελληνική κοινωνία και στο «μέγιστο επίτευγμα της εισόδου στην Ευρωπαϊκή Ένωση», όπως είπε χαρακτηριστικά, αλλά και στη θεαματική βελτίωση του μορφωτικού και βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων πολιτών. Αναφέρθηκε σε 5 άξονες προτεραιτήτων: την οικοδόμηση ενός νέου παραγωγικού προτύπου, την εφαρμογή ισορροπημένης δημοσιονομικής πολιτικής, την περαιτέρω αναβάθμιση της ποιότητας των θεσμών, τη διαμόρφωση περιβάλλοντος ενότητας και τη διαμόρφωση αισθήματος εθνικής αυτοπεποίθησης. Επεσήμανε ότι η κυβέρνηση έχει ενισχύσει τη φωνή της Ελλάδας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και έκλεισε τονίζοντας ότι, παρά τις καταστροφές και τα λάθη, οι Έλληνες δεν έπαψαν ποτέ να αγωνίζονται και ότι με ενότητα και ομοψυχία καταφέρνουν θαύματα.
 
Joan Hoey, διευθύντρια Ευρώπης, The Economist Intelligence Unit
Mε τη φράση του Άγγλου ποιητή Percy Shelley «Είμαστε όλοι Έλληνες», από ένα ποίημά του γραμμένο αμέσως μετά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης το 1821, καλωσόρισε τους συνέδρους η διευθύντρια Ευρώπης του The Economist Intelligence Unit Joan Hoey. Μίλησε για τους φιλέλληνες, όπως τον Λόρδο Μπάιρον (Lord Byron), και αναφέρθηκε στον ιστορικό Ρόντρικ Μπήτον (Roderick Beaton), που είπε ότι όσοι πολέμησαν στο πλευρό της Ελλάδας πίστευαν ότι η Ευρώπη έχει ένα χρέος πολιτισμού στους Έλληνες. Σύμφωνα με τον Shelley, «οι νόμοι μας, η λογοτεχνία μας, η θρησκεία μας, οι τέχνες μας έχουν τη ρίζα τους στην Ελλάδα». Η κ. Joan Hoey έκανε ειδική αναφορά στην γενναιότητα των Ελλήνων κατά την επανάσταση και στη διεθνοποίηση του αγώνα τους για ανεξαρτησία, η οποία οδήγησε στην επέμβαση των ξένων δυνάμεων –Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας– και τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου Αναφέρθηκε επίσης στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου, που υπεγράφη στις 3 Φεβρουαρίου 1830, εξ ονόματος των κυβερνήσεων Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας –χωρίς να ζητηθεί η γνώμη των Ελλήνων– και στην επιρροή των ξένων δυνάμεων στην ελληνική πολιτική για πολύ καιρό μετά την ανεξαρτησία της Ελλάδας. Κάνοντας μια αναδρομή στην ιστορία έθεσε και τα σημερινά ζητούμενα, που είναι το «γιατί» και το «προς τα πού», δηλαδή, μελέτη των γεγονότων του παρελθόντος αλλά με το βλέμμα στο μέλλον.
Η ανεξαρτησία της Ελλάδας δεν θα ερχόταν χωρίς το Ναυαρίνο, αλλά και το Ναυαρίνο δεν θα ερχόταν χωρίς την επανάσταση και τον σκληρό αγώνα των Ελλήνων, ανέφερε χαρακτηριστικά η κ. Hoey. 200 χρόνια μετά, οι Έλληνες πρέπει να δουν τον εαυτό τους ως φορέα του πεπρωμένου τους, όπως έκαναν τότε, επεσήμανε.
 
Γιάννης Κοτσώνης, καθηγητής Ιστορίας και Ρωσικών και Σλαβικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Νέας Υόρκης
Δύο από τα στοιχεία που βοήθησαν την Ελλάδα να γίνει ανεξάρτητο έθνος ήταν η Ορθοδοξία και η γλώσσα, επεσήμανε ο καθηγητής Ιστορίας και Ρωσικών και Σλαβικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης Γιάννης Κοτσώνης, στοιχεία που διατηρήθηκαν σε όλη τη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας άθικτα. Περαιτέρω, τόνισε ότι η Ελληνική Επανάσταση ένωσε τον ντόπιο πληθυσμό με την ελπίδα της βελτίωσης της ζωής του και της δημιουργίας ενός κράτους που θα μπορεί να λειτουργεί ως ανεξάρτητο σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο και θα σέβεται τα δικαιώματα του ατόμου. Συνέχισε λέγοντας ότι τα δάνεια τα οποία αναγκάστηκε να συνάψει η χώρα, μεταξύ άλλων και το 2010-2012, βοήθησαν τη χώρα να μεταμορφωθεί, αλλά υπονόμευσαν την ανεξαρτησία της. Παρατήρησε επίσης ότι σημασία και για τα παλαιότερα δάνεια και για τα τωρινά έχει πώς μοχλεύθηκαν, με τι όρους συνήφθησαν. Τα αποτελέσματα του εξωτερικού δανεισμού δεν ήταν και δεν είναι ίδια για όλες τις χώρες, υπογράμμισε ο κ. Κοτσώνης.
 
Στάθης Καλύβας, καθηγητής διακυβέρνησης στην έδρα «Γκλάντστοουν», τμήμα Πολιτικής και Διεθνών σχέσεων, Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης
Αναφερόμενος στα γεγονότα του 2015, ο καθηγητής διακυβέρνησης στην έδρα «Γκλάντστοουν» του τμήματος Πολιτικής και Διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης Στάθης Καλύβας επεσήμανε ότι τότε πολλοί οικονομολόγοι πίστευαν πως το Grexit ήταν αναπόφευκτο, αλλά διαψεύστηκαν γιατί υποτίμησαν την πολιτική διάσταση του χρέους, η οποία είναι εξίσου σημαντική με την οικονομική. Συνέχισε αναφερόμενος στην πολιτική διάσταση του χρέους που είχαν συνάψει οι Έλληνες κατά την Επανάσταση του 1821, που ώθησε τους δανειστές να επέμβουν, με τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου, όταν οι Τούρκοι είχαν πάρει το πάνω χέρι. Εκτίμησε ότι η Ελλάδα, με βάση το από πού ξεκίνησε, τα έχει πάει πολύ καλά αυτά τα 200 χρόνια, αν και δεν έλειψαν οι καταστροφές, οι οποίες συνδέονται και με τα χρέη. Χαρακτήρισε το χρέος και τις χρεοκοπίες αιώνια χαρακτηριστικά της ελληνικής ιστορίας. Επίσης, ο κ. Καλύβας εκτίμησε ότι ο δανεισμός, αν και έχει κινδύνους, είναι μια λύση όταν υπάρχει έλλειψη κεφαλαίου, ότι οι μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα διαμορφώνονταν πάντα από εκσυγχρονιστικές κοσμοπολίτικες ελίτ οι οποίες προσπαθούσαν να κερδίσουν πολιτική υποστήριξη και ότι η Ελλάδα χρησιμοποιούσε και η ίδια τον εξωτερικό δανεισμό ως μέσο πίεσης προς τους δανειστές, αν και όχι πάντα με θετικά αποτελέσματα. Τέλος, αναφέρθηκε στη γεωπολιτική διάσταση του χρέους και στη γεωπολιτική και οικονομική ασφάλεια που απολαμβάνει η Ελλάδα λόγω της ευθυγράμμισής της με τη Δύση, όσο κι αν αυτή εμπεριέχει και συμβιβασμούς.
 
Kevin Featherstone, καθηγητής Μελετών της Σύγχρονης Ελλάδας “Ελευθέριος Βενιζέλος” & Ευρωπαϊκής Πολιτικής, London School of Economics
Ο καθηγητής Μελετών της Σύγχρονης Ελλάδας “Ελευθέριος Βενιζέλος” & Ευρωπαϊκής Πολιτικής του London School of Economics Kevin Featherstone έδωσε έμφαση στην πορεία εκσυγχρονισμού της χώρας, χάρη και στα χρήματα που εισρέουν από τα ευρωπαϊκά ταμεία, χρήματα που χρησιμοποιούνται μεταξύ άλλων για έργα υποδομής. Εκτίμησε ότι η υποστήριξη για μεταρρυθμίσεις από την οπτική του φιλελευθερισμού στην Ελλάδα είναι ελάχιστη, αναφερόμενος περαιτέρω στις πελατειακές σχέσεις και την αντιμετώπιση του κράτους ως τροπαίου, χαρακτηριστικά που εμμένουν στην Ελλάδα από τον 19ο αιώνα. Τόνισε ότι, όπως η Ελλάδα χρειάστηκε και χρειάζεται στήριξη από την Ευρώπη, θα πρέπει και αυτή να δει αν θέλει να εξελιχθεί σε μια δύναμη που θα στηρίξει το ιδεώδες της Ευρώπης. Τέλος, τόνισε ότι για τα δημοσιονομικά προβλήματα της Ελλάδας ευθύνεται και η αρχιτεκτονική του ευρώ, το γεγονός δηλαδή ότι η νομισματική ενοποίηση δεν συνοδεύτηκε και από δημοσιονομική ενοποίηση, καθώς και ότι η Ελλάδα είναι καλύτερα μέσα στο ευρώ.
 
Θόδωρος Σκυλακάκης, αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών
Η βιωσιμότητα του χρέους εξαρτάται από τη μακροπρόθεσμη δυναμική μιας οικονομίας, τόνισε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θόδωρος Σκυλακάκης. Επεσήμανε τον ρόλο των πρωτογενών πλεονασμάτων, του ρυθμού ανάπτυξης και των επενδύσεων στη βιωσιμότητα του χρέους. Όσον αφορά το επενδυτικό κενό της Ελλάδας, ο αναπλ. υπουργός Οικονομικών το συνέδεσε με μια σειρά προβλήματα, όπως η πολύ υψηλή φορολογία και η ασφαλιστική επιβάρυνση επί των μισθών, οι καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης και η εμπλοκή πολλών κρατικών φορέων όσον αφορά τις επενδύσεις, προσθέτοντας ότι η χώρα είναι σε καλό δρόμο στο να αφαιρέσει αυτά τα εμπόδια. Αναφέρθηκε, επίσης, στα υψηλά επιτόκια που επιβαρύνουν ιδίως τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις αλλά και στα κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) της ΕΕ. Ακόμα, ο κ. Σκυλακάκης είπε ότι η Ελλάδα στοχεύει να ανταποκριθεί στους στόχους που θα της τεθούν στο πλαίσιο των αποφάσεων της ΕΕ μετά την κρίση. Οι κύριες πολιτικές δυνάμεις της χώρας συμφωνούν όσον αφορά τη στήριξη της βιωσιμότητας του χρέους, τόνισε.
 
Rolf Strauch, chief economist, μέλος ΔΣ, European Stability Mechanism (ESM)
Η Ελλάδα έχει κάνει μεταρρυθμίσεις που ενίσχυσαν την οικονομική της θέση, τόνισε ο επικεφαλής οικονομολόγος και μέλος ΔΣ του ESM Rolf Strauch. Επεσήμανε ότι η χώρα είχε πολύ ισχυρή δημοσιονομική θέση κατά την έναρξη της πανδημίας, γεγονός που της επέτρεψε να ανταποκριθεί στην αντιμετώπισή της. Επεσήμανε επίσης ότι στο ζήτημα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους επιδρά και η αλλαγή του διεθνούς περιβάλλοντος καθώς και το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει τώρα περισσότερη ευρωπαϊκή υποστήριξη. Αυτό που καθιστά μακροπρόθεσμα βιώσιμο το χρέος είναι η δυναμική μιας οικονομίας, τόνισε, και η Ελλάδα αντιμετωπίζει την πρόκληση να ενισχύσει αυτήν τη δυναμική με επενδύσεις και δομικές μεταρρυθμίσεις. Τέλος, εκτίμησε ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο ακόμα και με αύξηση των επιτοκίων και αναφέρθηκε στην περισσότερη ελευθερία που έχει δοθεί λόγω της κρίσης της πανδημίας στο θέμα των πλεονασμάτων του προϋπολογισμού.
 
Δημήτρης Τσάκωνας, γενικός διευθυντής, Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους
«Είναι ενδιαφέρον αλλά και χρήσιμο να υπενθυμίσουμε ότι η χώρα μας αναγνωρίστηκε ως οντότητα το 1824, πρώτα ως δανειζόμενος, λόγω των δανείων που συνήψε για τον απελευθερωτικό της αγώνα», επεσήμανε χαρακτηριστικά ο γενικός διευθυντής του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους Δημήτρης Τσάκωνας. Aναφέρθηκε περαιτέρω στην κρίση χρέους του 2009 και την τεράστια πρόκληση αποκατάστασης του αξιόχρεού της. Αναφέρθηκε επίσης στην πρόσφατη έκδοση ομολόγου 30ετούς διάρκειας, την οποία χαρακτήρισε «ένα μεγάλο βήμα προς το εμπρός». Επεσήμανε ότι, πέραν της σημαντικής βοήθειας που απολαμβάνει η χώρα από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, μεγαλύτερη ίσως αξία έχει η δική της επιθυμία και δέσμευση για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Ο κ. Τσάκωνας αναφέρθηκε, τέλος, πιο διεξοδικά στον δρόμο της επιστροφής στην «εκδοτική κανονικότητα», που ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2012. Διαβεβαίωσε δε πως θα γίνει ό,τι είναι απαραίτητο ώστε να βελτιωθεί περαιτέρω το καθεστώς των ελληνικών κρατικών χρεογράφων.
 
Colin Ellis, chief credit officer, Ευρώπη, Μέση Ανατολή & Αφρική (EMEA), Moody’s Investors Service
Στην αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας το 2020 αναφέρθηκε ο chief credit officer, Ευρώπης, Μέσης Ανατολής & Αφρικής (EMEA) της Moody’s Investors Service Colin Ellis. Τόνισε ότι η φύση του χρέους της Ελλάδας αποτυπώνει την εξαιρετική υποστήριξη που της προσέφεραν οι εταίροι της. Μίλησε για πρόοδο που έχει σημειωθεί τα τελευταία δύο χρόνια και για την έξοδο της Ελλάδας στις αγορές. Επεσήμανε ακόμα ότι η ωρίμανση του ελληνικού χρέους έχει πολύ μεγάλο χρονικό περιθώριο, οπότε υπάρχει χρόνος να αντιμετωπιστούν τα οποιαδήποτε ερωτήματα για τη μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση του χρέους.
 
Christoph Trebesch, διευθυντής, International Finance and Macroeconomics Research Center, Kiel Institute for the World Economy, καθηγητής μακροοικονομίας, Kiel University
Στα διδάγματα από τις κρίσεις χρέους της ελληνικής οικονομίας κατά το παρελθόν αναφέρθηκε ο διευθυντής του International Finance and Macroeconomics Research Center, Kiel Institute for the World Economy και καθηγητής μακροοικονομίας του Kiel University Christoph Trebesch, ξεκινώντας από αυτήν των αρχών του 19ου αιώνα και την κρίση του μεσοπολέμου μέχρι την πρόσφατη κρίση των τελευταίων ετών της περιόδου 2000-2010. Όπως εξήγησε, κάθε κρίση ακολούθησε μια περίοδο υπερβολικής ανάπτυξης, με ξένους δανειστές να αναλαμβάνουν στη συνέχεια το χρέος. Ωστόσο, από τα ιστορικά στοιχεία, προκύπτει ότι οι πιστωτές καταλήγουν να μην πληρώνονται και στην επόμενη φάση η οικονομία να αναζητά χρήματα διάσωσης. Η ιστορία επαναλαμβάνεται, σύμφωνα με τον Trebesch, μέχρι την εμφάνιση μιας τρόικας που έρχεται μαζί με προϋποθέσεις, όπως δημοσιονομική πειθαρχία, παρεμβάσεις σε πολιτικό επίπεδο και προγράμματα διάσωσης. Ανέφερε ως παράδειγμα την περίοδο του 1983, όταν η Ελλάδα δεν μπορούσε να πληρώσει το δάνειό της και βρέθηκε αντιμέτωπη με την τρόικα της εποχής, ενώ μετά από 100 χρόνια υπάρχουν ακόμη και σήμερα στοιχεία αυτού του δανεισμού. Κατέληξε έτσι ότι υπάρχει μια μακρά σκιά του χρέους στον χρόνο. Εστίασε επίσης στον ρόλο του εγχώριου σε σχέση με το εξωτερικό χρέος, τονίζοντας ότι η εξάρτηση από το εξωτερικό οδηγεί σε δυσάρεστες εξελίξεις, συγκρούσεις με ξένους πιστωτές και άλλες επιπτώσεις.
 
Κώστας Αξαρλόγλου, πρύτανης και καθηγητής διεθνών επιχειρηματικών σχέσεων, Alba Graduate Business School, The American College of Greece
Ο υπερβολικός δανεισμός και το χρέος της Ελλάδας τους τελευταίους δύο αιώνες αποδεικνύεται ότι στις περισσότερες περιπτώσεις είναι αποτέλεσμα σοβαρών διαταραχών όπως πόλεμοι, η Μεγάλη Ύφεση αλλά και η τρέχουσα πανδημία της νόσου Covid-19, σύμφωνα με τον πρύτανη και καθηγητή διεθνών επιχειρηματικών σχέσεων του Alba Graduate Business School, The American College of Greece Κώστα Αξαρλόγλου. Αναφέρθηκε ειδικότερα στο γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χρέους αφορά ξένους πιστωτές, καθώς η χώρα μας έχει σχετικά χαμηλή τάση για εξοικονόμηση πόρων και συνολικά χαμηλά επίπεδα αποταμίευσης. Επίσης, όπως τόνισε ο κ. Αξαρλόγλου, το μεγαλύτερο μέρος του ιδιωτικού πλούτου στην Ελλάδα διατηρείται στο εξωτερικό, καθώς και σε ακίνητα, αντίθετα με τα κρατικά ομόλογα και άλλα χρηματοοικονομικά μέσα και δημόσια περιουσιακά στοιχεία. Επίσης, θα πρέπει να συνεκτιμηθεί ότι η Ελλάδα είναι μια μικρή οικονομία και δεν είναι εύκολο να γίνει πιστωτής του δημόσιου χρέους της, ανέφερε ο κ. Αξαρλόγλου, ο οποίος εστίασε επίσης στο θέμα της διαχείρισης και της χρηματοδότησης του χρέους αλλά και στην ανάγκη ενός νέου μοντέλου ανάπτυξης για τη χώρα βασισμένου στην καινοτομία και στην εξωστρέφεια.
 
Παναγιώτης Λιαργκόβας, καθηγητής στην έδρα Jean Monnet, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, συγγραφέας, «Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας»
Σε χρεοκοπίες του παρελθόντος αναφέρθηκε κατά την εισήγησή του ο καθηγητής στην έδρα Jean Monnet του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και συγγραφέας του έργου «Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας» Παναγιώτης Λιαργκόβας, κάνοντας μια αναδρομή στις πτωχεύσεις των ετών 1827, 1893, 1897 και 1932, όπου εντόπισε 10 κοινά χαρακτηριστικά. Ανάμεσά τους, οι εκ των υστέρων διαπραγματεύσεις, όταν δηλαδή οι συμβιβασμοί έχουν απαλλάξει τους πιστωτές από κάθε ευθύνη για την επίλυση προβλημάτων και η μεταφορά δανείων σε διεθνή έλεγχο με ελάχιστα περιθώρια αποφυγής μιας επαχθούς συμφωνίας, όπως έγινε με το δάνειο του 1824. Ο κ. Λιαργκόβας αναφέρθηκε επίσης στις πολιτικές αναταραχές για τη δίωξη εκείνων που είναι υπεύθυνοι για κακοδιαχείριση, όπως το 1891, όπου μέλη του κοινοβουλίου ζήτησαν και σχεδόν κατάφεραν να παραπέμψουν τον Χαρίλαο Τρικούπη στο Ειδικό Δικαστήριο. Άλλα κοινά χαρακτηριστικά που εντόπισε είναι η αβεβαιότητα για τα οικονομικά της χώρας, όπως τα ελλείμματα των περιόδων 1882-1885 και 1997-2001, η κακοδιαχείριση και oι αλλαγές στην γεωπολιτική στρατηγική μεγάλων δυνάμεων. Αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στην αξιοπιστία και την απουσία μεταρρυθμίσεων για μια μακρά περίοδο, όταν είχαν εμφανιστεί τα greek statistics, αλλά έδωσε και το στίγμα της καλής προοπτικής που προοιωνίζονται για την Ελλάδα τα επόμενα χρόνια τόσο το εργαλείο χρηματοδότησης των επενδύσεων, όσο και το πλάνο για την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου και την αναβάθμιση των θεσμών.
 
Daniel Gros, μέλος ΔΣ, distinguished fellow, Κέντρο Μελετών Ευρωπαϊκής Πολιτικής (CEPS)
Σε μια συγκριτική αξιολόγηση των επιδόσεων της Ελλάδας και της Πορτογαλίας προχώρησε ο Daniel Gros, μέλος ΔΣ και distinguished fellow του Κέντρου Μελετών Ευρωπαϊκής Πολιτικής (CEPS), εξηγώντας ότι η Πορτογαλία σήμερα έχει παρόμοια οικονομικά μεγέθη με την Ελλάδα, με όρους ΑΕΠ και με παρόμοια οικονομική ιστορία. Έδωσε έμφαση στο γεγονός ότι πολύ συχνά αυτό που κάνει τη διαφορά εντοπίζεται στο πώς αντιδρά μια χώρα σε μια κρίση χρέους. Χωρίς σημαντικά αποθεματικά βρίσκεται σε αδυναμία να χρηματοδοτήσει εγχώριες επενδύσεις και είναι αντιμέτωπη με μεγαλύτερες προκλήσεις σε περίοδο κρίσης. Στην περίπτωση της Ελλάδας, όπως ανέφερε, τη δεκαετία του 1990 υπήρχαν υψηλά επίπεδα αποθεματικών, αλλά ο ρυθμός αποταμίευσης εμφάνισε κάμψη, με επιταχυνόμενο ρυθμό την περίοδο της ευημερίας ακριβώς πριν από την οικονομική κρίση. Αντίθετα, στην περίπτωση της Πορτογαλίας, ο δείκτης εμφάνισε συγκρατημένη επιβράδυνση. Έτσι, ο κ. Gros εξήγησε πώς η Ελλάδα μπήκε σε έναν φαύλο κύκλο, που οδήγησε σε εξάρτηση της οικονομίας από ξένο δανεισμό. Μια άλλη παράμετρος, σύμφωνα με τον κ. Gros, είναι πόσο ανοιχτές είναι οι οικονομίες, με την Ελλάδα, παρά το μικρό της μέγεθος να βασίζεται σε μια πολύ κλειστή οικονομία, κάτι που δυσχεραίνει τη διαδικασία αποπληρωμής του ξένου χρέους. Κληθείς να μιλήσει για το μέλλον, σημείωσε ότι το ύψος των καταθέσεων μπορεί να αυξηθεί, αλλά η Ελλάδα δεν μπορεί να προσβλέπει σε αναπτυξιακή τροχιά αποκλειστικά βασιζόμενη στην εισροή ξένων επενδύσεων.
 
Γιώργος Παπανδρέου, πρώην πρωθυπουργός της Ελλάδας και πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς
Στις αποτυχίες που οδήγησαν την Ελλάδα στην οικονομική κατάρρευση αναφέρθηκε ο πρώην πρωθυπουργός της Ελλάδας και πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς Γιώργος Παπανδρέου, εστιάζοντας τόσο στη θέση της χώρας μας, όσο και της Ευρωζώνης αλλά και στην αποτυχία του παγκόσμιου καπιταλιστικού και χρηματοπιστωτικού συστήματος μετά την κρίση στα subprime δάνεια. Η Ελλάδα, όπως είπε, ήταν ο αδύναμος κρίκος και εξαιτίας του ότι είχε χτιστεί με πελατοκεντρική προσέγγιση.
Ο κ. Παπανδρέου κατέληξε σημειώνοντας ότι πλέον η Ευρώπη διαθέτει τα εργαλεία αλλά και την εμπειρία, ενώ στη χώρα μας είναι ώρα να ανοίξει η συζήτηση γύρω από το τι είδους Ελλάδα θέλουμε, με τη συμμετοχή όλων, για την αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης και των άλλων ευκαιριών χωρίς πελατειακή προσέγγιση αλλά με διαφάνεια, λογοδοσία και αξιοκρατία.
 
Poul Thomsen, πρώην Διευθυντής Ευρωπαϊκού Τμήματος, ΔΝΤ
Ξεκινώντας την ομιλία του, ο πρώην Διευθυντής του Ευρωπαϊκού Τμήματος του ΔΝΤ Poul Thomsen δήλωσε «μάλλον απαισιόδοξος για την ικανότητα της Ελλάδας να ευδοκιμήσει μέσα στην ευρωζώνη» και, δικαιολογώντας τη δήλωσή του, εστίασε στις πελατειακές σχέσεις και ανέφερε ότι, παρά τις αλλαγές που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια, όπως οι ιδιωτικοποιήσεις και η ψηφιοποίηση του κράτους, υπάρχει ακόμα απόσταση από τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται. Επίσης, είπε χαρακτηριστικά: «Δεν βλέπω η Ελλάδα να δουλεύει πάρα πολύ σκληρά ώστε να αποτρέψει τους νέους ανθρώπους να φύγουν από τη χώρα». Αναφερόμενος στο πρόγραμμα διάσωσης του 2010, είπε ότι αυτό ήταν «υπερβολικά αισιόδοξο» όσον αφορά τις προβλέψεις για την ανάπτυξη, αλλά προσέθεσε ότι τότε δεν υπήρχε άλλη λύση, γιατί μια αναδιάρθρωση του χρέους «θα περνούσε από πολλά πολιτικά κύματα». Χαρακτήρισε «ασυνεπή» την ανάλυση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, προσθέτοντας ότι, αν τεθεί θέμα βιωσιμότητας, αυτό θα οδηγήσει σε πρόβλημα ρευστότητας για δεκαετίες. Επίσης, αξιολόγησε ότι η ευρωπαϊκή κρίση δεν επέφερε πρόοδο όσον αφορά τη δομή των ευρωπαϊκών θεσμών και ανέφερε χαρακτηριστικά ότι πολλές χώρες μπήκαν στην πανδημία με υψηλό επίπεδο χρέους. Τέλος, ο κ. Thomsen εκτίμησε ότι θα υπάρξει περισσότερη λιτότητα στο μέλλον στην Ευρώπη και ότι η πανδημία επέτεινε τις διαφορές Βορρά-Νότου και αναρωτήθηκε γιατί όσοι χαράσσουν πολιτική δεν ζητούν αναδιαρθρώσεις χρεών.
 
 
Thomas Wieser, πρώην πρόεδρος, Euro Working Group
Στο πρόβλημα των πελατειακών σχέσεων στην Ελλάδα αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, ο πρώην πρόεδρος του Euro Working Group Thomas Wieser και επεσήμανε ότι το 2010 το βασικό πρόβλημα της χώρας εθεωρείτο πως ήταν δημοσιονομικό, ωστόσο αποδείχθηκε ότι τα υποκείμενα προβλήματα ήταν πολύ περισσότερα. Αναφέρθηκε στον ρόλο του ΔΝΤ στο τότε πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας, στην αναδιάρθρωση χρέους που το ΔΝΤ ζητούσε και την έλλειψη κατανόησης της κατάστασης από τη μεριά της ΕΕ. «Η Ευρώπη έμαθε με τον δύσκολο τρόπο», ανέφερε χαρακτηριστικά, επισημαίνοντας ότι μετά το πρώτο πρόγραμμα διάσωσης τα εργαλεία κατανόησης εξελίχθηκαν. Αναφέρθηκε περαιτέρω στον ρόλο του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) και του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM), στη σχέση δημοσιονομικής πειθαρχίας και εθνικής κυριαρχίας σε μια νομισματική ένωση και στην ανάγκη για ιδιοκτησία (“ownership”) των προγραμμάτων διάσωσης, κάτι που σε άλλες χώρες υπήρχε περισσότερο από ό,τι στην Ελλάδα.
 
Πάνος Τσακλόγλου, υφυπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης
Με τις δυσμενείς οικονομικές συνέπειες της πανδημίας άρχισε την εισήγησή του ο υφυπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης Πάνος Τσακλόγλου, αναφερόμενος στις έντονες επιπτώσεις στο ΑΕΠ και στα μέτρα στήριξης της οικονομίας που μετέτρεψαν τα πρωτογενή πλεονάσματα σε υψηλά ελλείμματα ανεβάζοντας τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ σε ποσοστό άνω του 200%. Γενικά, θεώρησε επιτυχή τη διαχείριση των συνεπειών της κρίσης σημειώνοντας ότι η επόμενη μέρα δεν προβλέπεται ανέφελη, ενώ εστίασε σε δύο κύριους προωθητικούς παράγοντες: τις επενδύσεις και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Ο κ. Τσακλόγλου αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ, τη σταδιακή επανένταξη των ελληνικών τραπεζών στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου αλλά και στις αυξημένες τον τελευταίο καιρό αποταμιεύσεις των ελληνικών νοικοκυριών. Τόνισε επίσης ότι η πανδημία δεν σταμάτησε τις μεταρρυθμίσεις, φέρνοντας ως παράδειγμα την απότομη «ψηφιακή ενηλικίωση» τμημάτων του δημοσίου τομέα, ενώ αναφέρθηκε και στις προκλήσεις που έχουν να κάνουν με το τραπεζικό σύστημα και το υψηλό δημόσιο χρέος που πρέπει να αποκλιμακωθεί. Κατέληξε σημειώνοντας ότι η εμπειρία των τελευταίων ετών δείχνει πως η παραμονή της Ελλάδας κάτω από την ομπρέλα προστασίας της ΕΚΤ έχει σημαντικότατες θετικές συνέπειες στις αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας και ότι μπορεί το δημόσιο χρέος να είναι υψηλό, αλλά οι ευκαιρίες και οι πόροι υπάρχουν και με το κατάλληλο μείγμα πολιτικής η Ελλάδα μπορεί να επιτύχει σύντομα υψηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης.
 
Τάσος Γιαννίτσης, πρώην υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, ομότιμος καθηγητής, Πανεπιστήμιο Αθηνών
Σε δύο βασικά δεδομένα εστίασε ο πρώην υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Τάσος Γιάννίτσης, καλώντας τους συνέδρους να σκεφτούν τις εμπειρίες κάποιου επενδυτή στην Ελλάδα, σε διάφορες εικοσαετίες π.χ. 1960-80 ή 2000-2020. Τα δεδομένα στα οποία εστίασε την ανάλυσή του είναι το γεγονός ότι το δημόσιο χρέος αντιπροσωπεύει το 208% του ΑΕΠ και οι επενδύσεις από 57,5 δισ. ευρώ το 2008 κινούνται στα 18,5 δισ. ευρώ το 2019 – όσο και το 1995. Ως αποτέλεσμα, το δημόσιο χρέος πιέζει ασφυκτικά για πιο οραματικές μορφές διακυβέρνησης, για τη δημιουργία επαρκούς «δημοσιονομικού χώρου», ώστε να αντιμετωπίζονται απρόβλεπτες απειλές, για περιορισμό των αιτίων που αυξάνουν το ίδιο το χρέος και για μια δημοσιονομική πολιτική, που θα αποτρέπει κινδύνους νέων μνημονίων και μορφών αποσταθεροποίησης. Συνεπώς, όπως εξήγησε, το ζητούμενο ξεπερνάει τις επενδύσεις και είναι πώς, σε συνθήκες υπερχρέωσης και ενός τραυματισμένου παραγωγικού συστήματος θα πετύχουμε μεγέθυνση, που δεν θα τελματώνεται γύρω στο 2%. Ο κ. Γιαννίτσης αναφέρθηκε επίσης στη μείωση του επενδυτικού χάσματος από την προσθήκη 5,5 δισ. ευρώ ετησίως από το Ταμείο Ανάκαμψης, καθώς και στον στόχο της «ολικής παραγωγικότητας» ως το κρίσιμο κλειδί της ανάπτυξης. Το ζητούμενο, όπως τόνισε μεταξύ άλλων, είναι η προσέλκυση επενδύσεων και στην ολική παραγωγικότητα (total factor productivity), όχι μόνο σε πάγια αλλά και σε άυλα στοιχεία όπως η εκπαίδευση και κατάρτιση.
 
Γιώργος Χουλιαράκης, τ. αναπληρωτής υπουργός οικονομικών, senior fellow, Harvard Kennedy School
Μιλώντας για τα κρίσιμα θέματα στην πορεία της χώρας και την ικανότητά της να εξυπηρετεί το δημόσιο χρέος τα επόμενα χρόνια, χωρίς υψηλά πλεονάσματα και επιβάρυνση της ιδιωτικής οικονομικής δραστηριότητας, ο τ. αναπληρωτής υπουργός οικονομικών και senior fellow του Harvard Kennedy School Γιώργος Χουλιαράκης αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στη διαφορά του ονομαστικού επιτοκίου με τον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης. Σε ένα περιβάλλον που η διαφορά αυτή είναι αρνητική, η μείωση του χρέους μπορεί να προκύψει χωρίς επιβάρυνση της ιδιωτικής οικονομικής δραστηριότητας, όπως εξήγησε, αναφερόμενος και στον λόγο χρέους προς ΑΕΠ. Πρόσθεσε ότι η Ελλάδα έχει χαρακτηριστικά χώρας με χαμηλές ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες για τα επόμενα δέκα χρόνια, σε ένα περιβάλλον με χαμηλά επιτόκια και σημαντικά αποθέματα που δίνουν τη δυνατότητα να καλυφθούν εξωτερικές υποχρεώσεις για πολλά τρίμηνα. Ο κ. Χουλιαράκης είπε ότι δεν βλέπει να υπάρχει πρόβλημα βιωσιμότητας χρέους για τα επόμενα 5 με 10 χρόνια και αναφέρθηκε σε τρία κρίσιμα μεγέθη για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Μεταξύ άλλων, σημείωσε τη σημασία του να διατηρηθεί χαμηλό το κόστος δανεισμού θεωρώντας ότι η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να πιέσει προς αυτήμ την κατεύθυνση. Αναφέρθηκε επίσης στον κρίσιμο ρόλο του ρυθμού ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας από την κρίση της πανδημίας καθώς και στην ανάγκη συνεχούς προώθησης των μεταρρυθμίσεων –που κατά τη γνώμη του έχουν ατονίσει εν μέσω πανδημίας– με δράσεις που θα συνεισφέρουν στη μείωση των οικονομικών ανισοτήτων.
 
Γιώργος Παπακωνσταντίνου, πρώην υπουργός Οικονομικών, καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας και πρόεδρος της Σχολής Διακρατικής Διακυβέρνησης, European University Institute
Βάση της συζήτησης για τις προπτικές του χρέους πρέπει να είναι το πού θα βρίσκεται η οικονομία μετά την πανδημία, σύμφωνα με τον πρώην υπουργό Οικονομικών, καθηγητή Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας και πρόεδρο της Σχολής Διακρατικής Διακυβέρνησης στο European University Institute Γιώργο Παπακωνσταντίνου, ο οποίος αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στο δημόσιο χρέος, ήτοι πάνω από 200% του ΑΕΠ και στην ανάγκη μείωσης των ελλειμμάτων που θα έχουν δημιουργηθεί σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, αλλά και με τους όρους που καθορίζουν τα ευρωπαϊκά ταμεία. Από το παρελθόν, όπως είπε, ξέρουμε ότι η δυνατότητα της οικονομίας να ανακάμψει εξαρτάται από τις διεθνείς αγορές και τις ξένες επενδύσεις. Πρόσθεσε ότι για τα επόμενα 2-3 χρόνια το περιβάλλον θα είναι θετικό για τη χώρα. Χαρακτήρισε δε τη συγκυρία «παράθυρο ευκαιρίας», μέσα στο οποίο θα πρέπει να αλλάξουμε τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ αξιοποιώντας το εθνικό σχέδιο ανάκαμψης. Μάλιστα, ο κ. Παπακωνσταντίνου σημείωσε ότι συγκριτικά με τα αντίστοιχα σχέδια άλλων χωρών, το ελληνικό σχέδιο ανάκαμψης είναι άρτιο τεχνοκρατικά, διαθέτοντας έναν καλό συνδυασμό επενδυτικών προγραμμάτων και μεταρρυθμίσεων, αλλά απαιτείται η κατάλληλη διακυβέρνηση και μηχανισμοί εκτέλεσης του σχεδίου. Για να δημιουργήσει το σχέδιο αυτό θέσεις εργασίας κι ένα θετικό κλίμα για τη χώρα, πρέπει να διασφαλίσει κοινωνική αποδοχή, ανέφερε. Εξάλλου, όπως σημείωσε, σε λίγα χρόνια η χώρα θα πρέπει να ξεκινήσει πολιτικές «συμμαζέματος» των οικονομικών της, αλλά μέχρι τότε πρέπει να έχει δώσει δείγματα γραφής.
 
Γεώργιος Τανισκίδης, πρόεδρος, Optima bank
Σε συγκεκριμένους οικονομικούς δείκτες βασίστηκε η παρέμβαση του προέδρου της Optima bank Γιώργου Τανισκίδη. Όπως ανέφερε, το δημόσιο χρέος ανέρχεται σε 374 δισ. ευρώ με 254 εκατ. ευρώ να βρίσκονται σε χέρια ευρωπαϊκών θεσμών. Εξήγησε ότι ποσοστό 68% είναι σε ασφαλή χέρια και πρόσθεσε ότι η μεσοσταθμική διάρκεια του χρέους είναι 19,4 χρόνια όταν το 2011 ήταν 6,3, το μεσοσταθμικό επιτόκιο είναι 1,72% όταν το 2011 ήταν 4,54% και το μεσοσταθμικό κόστος του νέου δανεισμού είναι 1% από 5% αντίστοιχα. Ο κ. Τανισκίδης εξέφρασε την πεποίθηση ότι η χώρα δεν θα αντιμετωπίσει θέμα χρέους μετά την έξοδο από την κρίση της πανδημίας λόγω των μακρινών λήξεων, των χαμηλών επιτοκίων και των πρωτογενών πλεονασμάτων και εξέφρασε την αισιοδοξία του για τον επιπλέον λόγο ότι η Ελλάδα έχει διαχειριστεί καλύτερα από άλλες χώρες της Ευρώπης την πανδημία. Όπως είπε, η οικονομία είχε μία ανακοπή στην ανοδική της πορεία λόγω της εξάρτησής της από τον τουρισμό και έδωσε έμφαση στην δημοσιονομική παρέμβαση ύψους 80 δισ. ευρώ μέχρι το 2027, κεφάλαια που θα εισρεύσουν στη χώρα –με τα πρώτα 32 δισ. ευρώ να αφορούν το τρέχον έτος. Πρόσθεσε επίσης ότι παγκοσμίως υπάρχει αφθονία ρευστότητας και επάρκεια πόρων. Ανέφερε ως ενδεικτικό το γεγονός ότι οι καταθέσεις υπερβαίνουν κατά 24 δισ. ευρώ τις χορηγήσεις, φαινόμενο που έχει να παρατηρηθεί από το 2003 ενώ δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στις τράπεζες που τακτοποιούν τα του οίκου τους, με την Optima bank να διατηρεί υψηλά επίπεδα ρευστότητας με λόγο δανείων προς καταθέσεις 60%.
 
Αρίστος Δοξιάδης, οικονομολόγος και κοινωνιολόγος, εταίρος, Big Pi Ventures
Για την οικονομία της γνώσης μίλησε ο οικονομολόγος, κοινωνιολόγος και εταίρος της Big Pi Ventures Αρίστος Δοξιάδης, ο οποίος εστίασε στο οικοσύστημα των startups σε συνδυασμό με τις επενδύσεις πολυεθνικών από τον χώρο της τεχνολογίας, καθώς και στις εξαγώγιμες επαγγελματικές υπηρεσίες. Όπως είπε, το οικοσύστημα των νεοφυών επιχειρήσεων έχει μια αποτίμηση της τάξης των 4 δισ. Ευρώ, όταν πριν από μια δεκαετία άξιζε κάτω από 1 δισ. Ευρώ, ενώ ταυτόχρονα αυξάνεται ραγδαία η απασχόληση στην πληροφορική με ποσοστό 60% στο ίδιο διάστημα. Υπάρχει δυναμική, όπως ανέφερε, κάνοντας μνεία και στις επενδύσεις μεγάλων πολυεθνικών σε κέντρα καινοτομίας όπως Microsoft, Pfizer, Deloitte, EY κ.ά. Ο κ. Δοξιάδης εξήγησε ότι οι επενδύσεις στο συγκεκριμένο οικοσύστημα δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας χωρίς να απαιτούν μεγάλη αρχική επένδυση και δάνεια, δεν επηρεάζονται από μακροοικονομικές ανισορροπίες και δεν χρειάζεται να δεσμεύσουν πολλά κεφάλαια, ενώ δεν έχουν μεγάλη εμπλοκή με τη γραφειοκρατεία, έχουν την ευελιξία να μετακινήσουν πιο εύκολα την έδρα τους σε τυχόν δυσμενείς αλλαγές, φορολογικές, θεσμικές κ.ά. Αυτός είναι ο λόγος, όπως εξήγησε, που επενδύουν και οι ξένες πολυεθνικές. Ο κ. Δοξιάδης αναφέρθηκε επίσης στο γεγονός ότι αυτό το οικοσύστημα δημιουργεί μια γέφυρα με τους Έλληνες της διασποράς και συνεισφέρει στο brain regain, αναφέροντας ως ενδεικτικό το γεγονός ότι εν μέσω πανδημίας 15% των Ελλήνων της Βρετανίας επέστρεψαν προσωρινά και προσφέρουν υπηρεσίες από τα χωριά και τις ιδιαίτερες πατρίδες τους, ενώ άλλο ένα 11% επέστρεψε μόνιμα.
Φαίη Μακαντάση, επικεφαλής ερευνών, διαΝΕΟσις
Σε ευρήματα μελετών της διαΝΕΟσις αναφέρθηκε η επικεφαλής ερευνών του οργανισμού Φαίη Μακαντάση, σε συνδυασμό με προτάσεις που αξιοποιούν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας και μπορούν να τη βάλουν σε βιώσιμη τροχιά ανάπτυξης. Αναφέρθηκε στον λόγο χρέους προς ΑΕΠ ως το μέγεθος που μας πληροφορεί για τη βιωσιμότητα του χρέους. Σε συνδυασμό αναφέρθηκε επίσης στα μέτρα για τη διαχείριση της πανδημίας ύψους 24 δισ. ευρώ για το 2020 κι επιπλέον 14 δισ. ευρώ για το 2021, ήτοι αθροιστικά πάνω από αυτά που θα λάβει η χώρα από το Ταμείο Ανάκαμψης και χωρίς να υπολογίζονται τυχόν έκτακτες δαπάνες όπως π.χ. για άμυνα. Το ΑΕΠ, όπως είπε η κ. Μακαντάση, είναι σε προσωρινή «συστολή» για όλες τις χώρες, αλλά θα πρέπει να λάβουμε υπόψη τις δραματικές συνέπειες της πανδημίας σε μια σειρά από τομείς στη χώρα. Αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στην καθίζηση των επενδύσεων, στην ανεργία ειδικά στις γυναίκες αλλά και στο brain drain. Τόνισε επίσης την ανάγκη να σταματήσει η αιμορραγία του παγίου κεφαλαίου της τελευταίας δεκαετίας με μέριμνα για την ανάπτυξη δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού και επενδύσεις που θα δημιουργούν θέσεις εργασίας υψηλής εξειδίκευσης, συνεισφέροντας και στην ανάσχεση του brain drain. Στο ίδιο πλαίσιο, η κ. Μακαντάση πρόσθεσε ότι απαιτείται φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον και μια αποτελεσματική δημόσια διοίκηση.
 
Στέλιος Ράμφος, φιλόσοφος
Το καταστατικό λάθος του παρελθόντος έγκειται στο ότι δεν σκεφθήκαμε πώς να συνδυαστεί η νεωτερική υφή του εθνικού κράτους με την προ-νεωτερική κοινωνία που προϋπήρχε, τόνισε ο φιλόσοφος Στέλιος Ράμφος. Αναφέρθηκε σε «ρουσφετολογικό», «ευνοιοκρατικό κράτος» αλλά και σε «εμβληματική δυσανεξία» έναντι του ίδιου του κρατικού οικοδομήματος, με εκδηλώσεις όπως η φοροδιαφυγή. Έδωσε έμφαση στην αντίθεση ανάμεσα στο «μερικό», που εκφράζεται από την προ-νεωτερική κοινωνία, και το «καθολικό», που θέλει να εκφράσει το νεωτερικό εθνικό κράτος. Ο κ. Ράμφος έφερε το παράδειγμα της θεσμικής παρουσίας της εκκλησίας ως Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου και προέταξε ως «κίνηση προς τη νεωτερικότητα» τον χωρισμό κράτους-εκκλησίας, ειδικότερα σε μια εποχή που πρέπει να περάσουμε από τις δογματικές αλήθειες στην παρακολούθηση εξελίξεων όπως η 4η Βιομηχανική Επανάσταση.
 
Ντόρα Μπακογιάννη, βουλευτής, πρώην υπουργός Εξωτερικών
Συνεχίζοντας πάνω στον προβληματισμό του κ. Ράμφου για τις σχέσεις κράτους και εκκλησίας, η βουλευτής και πρώην υπουργός Εξωτερικών Ντόρα Μπακογιάννη τάχθηκε υπέρ του χωρισμού κράτους-εκκλησίας, επισημαίνοντας όμως ότι η Εκκλησία της Ελλάδος είναι από τις πιο φιλελεύθερες σε θέματα καθοδήγησης της κοινωνίας και ότι περισσότερο προσαρμόζεται η ίδια στην κοινωνία παρά το αντίθετο. Τόνισε ότι το πιο σοβαρό πρόβλημα που αντιμετώπισε η χώρα σε αυτά τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821 ήταν ο διχασμός. Αναφέρθηκε στην εξάρτηση της εξουσίας από την ψήφο και τη σχέση αυτού με το ρουσφέτι, την ευνοιοκρατία και την έλλειψη αξιοπιστίας. Η κ. Μπακογιάννη μίλησε για βαθιά αμφισβήτηση του κράτους, επισημαίνοντας όμως ότι και το κράτος έκανε ό,τι μπορούσε για να ενισχύσει αυτήν την αμφισβήτηση. Από την άλλη, τόνισε ότι, παρά τις τραγωδίες, ο λαός κατάφερε να βγάλει μπροστά τις αρετές του έθνους. Κάνοντας παραβολή με τον διχασμό που είχε επικρατήσει γύρω από τα μνημόνια και το δημοψήφισμα του 2015, επεσήμανε ότι σήμερα η ελληνική κοινωνία έχει περισσότερη αυτογνωσία. Αναφέρθηκε επίσης στην αντιμετώπιση της πανδημίας και την ψηφιοποίηση του κράτους.
 
Ευάγγελος Βενιζέλος, πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και πρώην υπουργός εξωτερικών
«Η Ελλάδα είναι success story», είπε χαρακτηριστικά ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και πρώην υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Βενιζέλος, κάνοντας μια συνοπτική αποτίμηση της πορείας της χώρας στα 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821. Επεσήμανε ότι ο ελληνικός λαός υποβαθμίζει το εθνικό κεκτημένο, θέτοντάς το έτσι εν αμφιβόλω, και χαρακτηρίζεται από συμπλεγματική σχέση με την Ευρώπη. «Η Ελλάδα είναι Δυτική χώρα από την Επανάσταση, αλλά έχει μια ανατολική ενοχή», τόνισε. Αναφέρθηκε σε «μεγάλους στόχους», σε «ολοκληρώσεις», όπως η εδαφική ολοκλήρωση, που θέτουν προσκόμματα στη θεσμική ολοκλήρωση, ενώ έχουν μεγάλο κόστος και για την οικονομία. Επισημαίνοντας ότι από αυτά τα 200 χρόνια, τα 50 είναι η Μεταπολίτευση και ότι έχουν περάσει μόλις 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, τόνισε ότι θα πρέπει να έχουμε καλύτερη αίσθηση του χρόνου. Δίνοντας παραδείγματα από τα γεγονότα τα σχετικά με το Μνημόνιο και το δημοψήφισμα του 2015, έκανε λόγο για απόψεις περί «διεθνούς συνωμοσίας», που εμφανίζουν τον ελληνικό λαό ως αντικείμενο και όχι ως υποκείμενο της ιστορίας. Πρέπει να εξασκηθούμε στην αλήθεια και τη συγκριτική έρευνα, τόνισε.
Silver sponsor: Optima bank
Bronze sponsor: AQUA Carpatica
Academic partner: Alba Graduate Business School – The American College of Greece
Contributors: diaNEOsis, Quantos
Supporting organisations: The Hellenic Observatory, LSE, British-Hellenic Chamber of Commerce
Telecommunications provider: WIND, Logistics supplier: DHL, Airline carrier: Aegean Airlines
IT sponsor: Pobuca, Communication sponsors: To Vima, TA NEA, Online communication sponsors: powergame.gr, agrocapital.gr, Supporter: Artecniko

Αρθρογράφος