Νεκτάριος Δαπέργολας: Κάποιοι συνεχίζουν την άθλια παλαιόθεν αθηναϊκή παράδοση που βλέπει τη Θράκη ως τόπο βαριάς αρπαχτής…..

3 Νοεμβρίου 201407:00

   Πραγματοποιήθηκε με μεγάλη επιτυχία το βράδυ της περασμένης Παρασκευής 31/10 στην αίθουσα του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Ροδόπης η παρουσίαση του πολύ αξιόλογου βιβλίου του Αναστασίου Λαυρέντζου «Η Θράκη στο μεταίχμιο». Για το βιβλίο μίλησαν ο επίτιμος Α/ΓΕΣ Φραγκούλης Φράγκος, ο πρόεδρος της ΕΛΜΕ Ροδόπης και δημοτικός σύμβουλος Κομοτηνής Νεκτάριος Δαπέργολας και ο ίδιος ο συγγραφέας, ενώ τη συζήτηση συντόνισε η αρχισυντάκτρια της εφημερίδας «Ο Χρόνος» Μελαχροινή Μαρτίδου. Παραθέτουμε στη συνέχεια ολόκληρη την ομιλία του Ν.Δαπέργολα, ο οποίος είπε τα εξής:

 

     «Η Θράκη, παρά τη μεγάλη γεωπολιτική και οικονομική σημασία της, βρέθηκε ως γνωστόν για πολλές δεκαετίες εντελώς έξω από τις επιλογές και τις προτεραιότητες της κεντρικής πολιτικής του αθηνοκεντρικού ελλαδικού κράτους. Πλήρως αγνοημένη και εγκαταλελειμμένη, ήταν για πολύ καιρό τόπος κραυγαλέα περιθωριακός, τόπος εξορίας και δυσμενών μεταθέσεων – κι όσο κι αν ακούγεται βαρύ, θα το πω, αντιμετωπίστηκε αναφανδόν ως ο σκουπιδοντενεκές της υπόλοιπης Ελλάδας. Μοιραία λοιπόν, χάρη σε μια τόσο…ευγενή μεταχείριση, ήρθε αντιμέτωπη με τεράστια προβλήματα, όπως η δημογραφική κρίση και η οικονομική καθυστέρηση, τα οποία σε συνδυασμό με την ανατολική απειλή και την πολυμέτωπη υπονόμευσή της από την οργανωμένη τουρκική πολιτική, σκιαγράφησαν ήδη από τη δεκαετία του 20 ένα απολύτως σκοτεινό και επικίνδυνο τοπίο.

     Όσα κι αν ήταν ωστόσο τα προβλήματα που ταλάνιζαν και ταλανίζουν την περιοχή, το πιο βασικό ίσως πρόβλημα είναι η άγνοια. Θυμίζω ότι η Θράκη, μέχρι πριν λίγα χρόνια, ήταν για τον μέσο Έλληνα terra incognita απ’ όλες τις απόψεις. Και όταν μιλάμε για μέσο Έλληνα, δεν εννοούμε μόνο τον κάτοικο της Αθήνας ή της Πελοποννήσου και της Κρήτης, αλλά και τους ίδιους τους Θρακιώτες. Ευτυχώς όμως τα τελευταία χρόνια αυτό έχει αρχίσει κάπως να αλλάζει. Καθοριστική φυσικά σε αυτή την κατεύθυνση υπήρξε η συμβολή του «Αντιφωνητή», που σταθερά με την έντυπη μορφή του, αλλά τα τελευταία χρόνια και με τις διαδικτυακές, καθώς και με τις πολυάριθμες ομιλίες και εκδηλώσεις που διοργανώσαμε ή συμμετείχαμε σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και άλλες ελληνικές πόλεις, αποτέλεσε για πολύ καιρό τη βασικότερη πηγή ενημέρωσης της τοπικής και πανελλήνιας κοινής γνώμης για τη Θράκη, το μειονοτικό πρόβλημα και την προκλητική τουρκική απειλή. Τον τελευταίο καιρό βλέπουμε ευτυχώς και άλλες προσπάθειες, βλέπουμε ότι το ενδιαφέρον για τη Θράκη πολλαπλασιάζεται και αυτό είναι πραγματικά πολύ παρήγορο και ενθαρρυντικό. Σε αυτό το πλαίσιο μάς έρχεται σήμερα και το βιβλίο «Η Θράκη στο μεταίχμιο» του Τάσου Λαυρέντζου, μια πραγματικά πολύ ενδιαφέρουσα συγγραφική απόπειρα, που με μεγάλη μου χαρά συμμετέχω στην παρουσίασή της, εδώ μέσα στην Κομοτηνή, καθώς είμαι βέβαιος ότι αυτό το βιβλίο θα συμβάλει περαιτέρω στο να επέλθει πληροφόρηση σε ακόμη πλατύτερες πληθυσμιακές ομάδες και ίσως να έρθουμε λίγο πιο κοντά στο κυρίως ζητούμενο: στο να μπει δηλαδή επιτέλους ο «Φάκελος: Θράκη» στην πολιτική ατζέντα. Εκεί απ’ όπου δυστυχώς ακόμη απουσιάζει. Εντελώς αδικαιολόγητα.

     Όπως ξεκαθαρίζει εξαρχής ο συγγραφέας το βιβλίο έχει τον πολλαπλό στόχο να συνδυάσει την ενημέρωση για το τι συμβαίνει στην ελλαδική Θράκη με την κατάθεση κάποιων προτάσεων και όλο αυτό να συμβεί με τρόπο εύληπτο και κατανοητό για τον μέσο αναγνώστη. Το πρώτο λοιπόν που θα μπορούσα να πω είναι πως αυτό πράγματι επιτυγχάνεται. Και το βιβλίο είναι πράγματι ένα ευανάγνωστο εγχειρίδιο. Όχι εύπεπτο, γιατί λέει πολύ σοβαρά πράγματα, δεν είναι φτιαγμένο ούτε για να διασκεδάσει, ούτε για να χαϊδέψει αυτιά. Είναι όμως – επαναλαμβάνω -ευανάγνωστο και προσιτό για ένα δυνητικά ευρύ αναγνωστικό κοινό.

     Επί της ουσίας τώρα, το βιβλίο χωρίζεται σε 2 μέρη. Το πρώτο από αυτά τιτλοφορείται «Η αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στη Θράκη» – και φυσικά όλοι καταλαβαίνουμε ποια θέματα θίγονται και εξετάζονται εδώ. Πρόκειται για μια συνοπτική, αλλά πολύ κατατοπιστική αναδρομή σε βάθος ενός περίπου αιώνα για το πώς εμφανίζεται η τουρκική απειλή για το ελλαδικό κομμάτι της Θράκης, ουσιαστικά αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, και για το πώς εξελίσσεται και ογκώνεται αυτή η απειλή έως σήμερα. Γίνεται βεβαίως αναφορά σε κομβικά σημεία αυτής της εξέλιξης, όπως η επικράτηση των κεμαλικών και η εκδίωξη των παλαιομουσουλμάνων από την περιοχή τη δεκαετία του 20 και του 30, η ίδρυση του τουρκικού Προξενείου στην Κομοτηνή, οι χαμένες ιστορικές ευκαιρίες μετά την εξόντωση της ελληνικής μειονότητας της Πόλης ή η έναρξη της διαδικασίας εκτουρκισμού των Πομάκων, ενός εκτουρκισμού που το ίδιο το ελληνικό κράτος αποδέχθηκε ως επιλογή μέσα στις δεκαετίες του 50 και του 60, που μεσούντος του «κομμουνιστικού κινδύνου» και επιθυμώντας να αποσπάσει τους Πομάκους από τη βουλγαρική σφαίρα επιρροής, επέλεξε να τους προσφέρει ως δώρο στην αδηφάγα αγκαλιά της Τουρκίας.

     Όσο πλησιάζουμε προς το σήμερα, οι αναφορές γίνονται μοιραία εκτενέστερες και περιλαμβάνουν όλες τις βασικές πτυχές της τουρκικής δραστηριότητας στη Θράκη. Φυσικά οι αναφορές και πάλι είναι μάλλον ενδεικτικές, άλλωστε για να αποδοθεί πλήρως το εύρος και το βάθος της υπονομευτικής δράσης της Τουρκίας στην περιοχή θα χρειαζόταν τόμοι ολόκληροι, δίνουν όμως σαφέστατο αποτύπωμα του κινδύνου. Γίνεται λοιπόν λόγος και για την οικονομική διείσδυση που επιχειρεί η Τουρκία στη Θράκη μέσω της αγοράς γαιών ή της δράσης της Ζιράτ ή και του ενδιαφέροντος για δημιουργία ΕΟΖ, ενώ φυσικά γίνεται λόγος και για τη συνεχή προσπάθεια εκτουρκισμού και ομογενοποίησης των μουσουλμανικών πληθυσμών της περιοχής, καθώς και εμφύτευσης αλυτρωτικού φρονήματος στις συνειδήσεις τους. Αυτοί οι πληθυσμοί αποτελούν βασικό όχημα της πολιτικής της Άγκυρας, και η απόπειρα ομογενοποίησής τους είναι πολυεπίπεδη. Είναι πολιτιστική, χάρη στους εκατοντάδες δήθεν μορφωτικούς τουρκοσυλλόγους που εμφανίζονται σε όλη τη Θράκη ή στη συστηματική προσπάθεια εμφύτευσης τουρκικών εθίμων και εορτών, που καμμία σχέση δεν έχουν με την περιοχή. Ακόμη και εορτών που τιμούν τους Οθωμανούς κατακτητές της Θράκης τον 14ο αιώνα. Είναι θρησκευτική, μέσω βασικά της προωθούμενης με επιτυχία έως τώρα εξαφάνισης των αλεβιτών μπεκτασήδων και της αφομοίωσής τους από το τουρκικά εθνοχρωματισμένο σουνιτικό στοιχείο της περιοχής. Και φυσικά είναι και γλωσσική, εξαιτίας κυρίως του τρόπου που λειτουργεί η λεγόμενη μειονοτική εκπαίδευση.

     Θα σταθώ λίγο περισσότερο σε αυτήν, μια που και λόγω ιδιότητας σχετίζομαι με τα εκπαιδευτικά θέματα, και θα τονίσω κάτι που έχουμε πει και άλλες φορές, αλλά το αναγνωρίζει και ο συγγραφέας. Ότι δηλαδή η μειονοτική εκπαίδευση συνιστά ένα εντελώς απαράδεκτο, παρωχημένο και πέραν πάσης παιδαγωγικής λογικής εκπαιδευτικό μοντέλο, που αποτελεί βασικό παράγοντα αναλφαβητισμού και γκετοποίησης της μειονότητας, συνεπώς δε και διαιώνισής της ως αντικειμένου στυγνής εκμετάλλευσης, ως ενός άβουλου και ζαλισμένου κοπαδιού που το χειραγωγούν οι τσομπάνηδες της Άγκυρας όπως θέλουν. Γνωστή πλέον η θέση μας επί του θέματος, όπως αποτυπώθηκε σε προ τριετίας ομόφωνο ψήφισμα της ΕΛΜΕ Ροδόπης, με το οποίο ζητήσαμε την κατάργησή της ως απαραίτητη προϋπόθεση για την εμπέδωση πραγματικών προοπτικών μόρφωσης των μουσουλμάνων της Θράκης και συνεπώς εξόδου τους από την πολιτιστική και κοινωνική καθυστέρηση, στην οποία θέλουν κάποιοι για πασιφανείς λόγους να τους διατηρούν. Το ψήφισμα φυσικά, όπως ίσως θα θυμάστε, ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων από τους γνωστούς υπονομευτικούς τουρκόφρονες κύκλους. Το έγγραφο αυτό, το οποίο χρησιμοποιεί ως μία από τις πηγές του και ο Τάσος Λαυρέντζος, αποτυπώνει όμως βέβαια και μία άλλη αντίδραση, απέναντι στο διαβόητο «Πρόγραμμα Εκπαίδευσης Μουσουλμανοπαίδων» των Δραγώνα και Φραγκουδάκη, το οποίο δεν συνεχίζει μόνο την άθλια παλαιόθεν αθηναϊκή παράδοση που βλέπει τη Θράκη ως τόπο βαριάς αρπαχτής – με απλό αντίδωρο κάποια καθρεφτάκια και χάντρες στους ντόπιους ιθαγενείς – αλλά εμπεριέχει και άλλες «δυσαρμονίες», μεταξύ των οποίων π.χ. και την ουσιαστική αναγνώριση της τουρκικής ως μοναδικής μειονοτικής γλώσσας της περιοχής. Βεβαίως όμως σε μία τέτοια αναγνώριση έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο και οι παλαιότερες εγκληματικού χαρακτήρα μορφωτικές συμφωνίες μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, με αποκορύφωμα τα χουντικά μορφωτικά πρωτόκολλα του 1968. Ξεκάθαρος και εκεί ο ανεκδιήγητος ρόλος της ελληνικής πολιτείας, ένας ρόλος σταθερά ενδοτικός ή – στην καλύτερη περίπτωση – βασισμένος σε λανθασμένες, ανόητες και κοντόφθαλμες εκτιμήσεις. Ένας ρόλος που έδωσε το δικαίωμα στους φανατικούς τουρκόψυχους κύκλους της μειονότητας να μιλούν για ελληνική αναγνώριση της τουρκικής γλώσσας αλλά και της τουρκικής ταυτότητας των μουσουλμάνων της Θράκης και να στηρίξουν επ’ αυτής μεγάλο μέρος της σημερινής προπαγανδιστικής πολιτικής τους. Ένας ρόλος που φυσικά αποτυπώνεται ρητά και ξεκάθαρα μέσα στο ανά χείρας βιβλίο, ο συγγραφέας του οποίου δεν διστάζει να πει τα πράγματα με τ’ όνομά τους και να αποδώσει τις τεράστιες ευθύνες που αναλογούν στην επίσημη ελληνική πολιτική των τελευταίων δεκαετιών.

     Οι ευθύνες αυτές έπαιξαν λοιπόν το ρόλο τους στον συστηματικό εκτουρκισμό των μειονοτικών πληθυσμών της Θράκης, που περαιτέρω εξελίσσεται και με τη βοήθεια άλλων μέσων, όπως οι φερόμενοι ως «εκλεγμένοι μουφτήδες», οι ψευδομουφτήδες δηλαδή, ένας ουσιαστικά παράνομος θεσμός αντιποίησης αρχής, εξαιτίας του οποίου παρατηρούμε συστηματικά και απροκάλυπτα μία εντελώς προσχηματική χρήση της ισλαμικής θρησκείας στον βωμό των τουρκικών πολιτικών συμφερόντων. Δεν είναι τυχαίο ας πούμε ότι τα τεμένη που ελέγχονται από τους ψευτομουφτήδες είναι μονίμως άντρα ακραίας πολιτικής προπαγάνδας υπέρ των τουρκικών συμφερόντων, την ώρα που μέσα στην ίδια την Τουρκία απαγορεύεται – και τηρείται αυστηρά αυτό – το παραμικρό πολιτικό μήνυμα μέσα σε λατρευτικούς χώρους. Κατά παρόμοιο τρόπο, θα λέγαμε, που οι τουρκόφρονες της Θράκης απαιτούν εδώ εκλογή μουφτήδων, ενώ αυτό δεν συμβαίνει σε καμία ισλαμική χώρα, αλλά ούτε βέβαια και στην Τουρκία. Ή κατά παρόμοιο τέλος τρόπο που η τουρκική πολιτική στη Θράκη προσπαθεί να αγκαλιάσει και να καπελώσει το αλεβιτικό στοιχείο, την ώρα που στην ίδια την Τουρκία ο αλεβιτισμός τελεί ουσιαστικά υπό διωγμόν. Ενδεικτικά όλα αυτά της βαθύτατης υποκρισίας της τουρκικής πολιτικής, όσον αφορά την υπεράσπιση των δήθεν βαλλομένων μειονοτικών δικαιωμάτων στη Θράκη, αλλά και του ότι χρησιμοποιεί τα πάντα χωρίς κανένα απολύτως ηθικό ή νομικό φραγμό, προκειμένου να εξυπηρετήσει τους δόλιους υπονομευτικούς της στόχους.

     Με όλα τα παραπάνω ολοκληρώνεται η εμπέδωση τουρκικής εθνικής συνείδησης σε όλο και μεγαλύτερες πληθυσμιακές μειονοτικές ομάδες, ενώ από την άλλη οι απανωτές καταγγελίες των τουρκοφρόνων σε διεθνή φόρα και η συστηματική δυσφημιστική εκστρατεία κατά της Ελλάδας, ως αυταρχικής και ανελεύθερης χώρας που καταπιέζει τους «Τούρκους της Δυτικής Θράκης», όπως χαρακτηριστικά αποκαλούνται, αποσκοπούν και στο να διαμορφώσουν βέβαια και διεθνώς ένα κλίμα και μελλοντικά ένα διεθνές νομικό πλαίσιο επέμβασης, αλλά από την άλλη να ενισχύσουν και μέσα στη Θράκη την εικόνα της «Μητέρας Πατρίδας Τουρκίας» ως προστάτη και ως μελλοντικού μεσσία, που κάποια στιγμή θα επέμβει για να σώσει από την καταπίεση τους αλύτρωτους αδελφούς.

     Το δεύτερο μέρος του βιβλίου που τιτλοφορείται «Πρόταση για μια νέα ελληνική πολιτική στη Θράκη», ξεκινά με μία πολύ χαρακτηριστική, πολύ ζοφερή αλλά και πολύ βάσιμη εικόνα. Ξεκινά με τους κινδύνους που εγκυμονεί όλη αυτή η κατάσταση που προαναφέραμε, και οι οποίοι μπορούν να διογκωθούν ακόμη περισσότερο στο εγγύς μέλλον από φαινόμενα όπως η ραγδαία επιδεινούμενη οικονομική κρίση των τελευταίων ετών, η δεδομένη υπογεννητικότητα για τους χριστιανικούς κυρίως πληθυσμούς, το μείζον ζήτημα της λαθρομετανάστευσης, αλλά και η σύνδεση της ελλαδικής Θράκης με τη νότια Βουλγαρία, η οποία – θυμίζουμε σε όσους ντόπιους θέλουν να το ξεχνούν – κατοικείται ως επί το πλείστον από μουσουλμανικούς πληθυσμούς με τουρκική συνείδηση. Όλα αυτά μπορούν να οδηγήσουν σε δυσμενείς για τη χώρα μας δημογραφικές εξελίξεις και να μετατρέψουν το χριστιανικό στοιχείο σε μειονότητα. «Με βάση τις τρέχουσες τάσεις», αναφέρει επί λέξει ο Λαυρέντζος, «μπορούμε να πούμε πως δεν απέχουμε παρά μια με δυο δεκαετίες από μια κατάσταση, στην οποία ο μουσουλμανικός πληθυσμός θα έχει γίνει πλειονότητα και στον νομό Ξάνθης (σ.σ. θυμίζουμε ότι στον νομό Ροδόπης είναι ήδη πλειονότητα), η Κομοτηνή θα είναι μια μικτή πόλη μέσα σε μια «μουσουλμανική θάλασσα» (με κάποιες ελάχιστες χριστιανικές νησίδες στην περιφέρειά της ή την παράλια ζώνη) και ο Έβρος θα είναι μια περιοχή, με το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού της συγκεντρωμένο στην Αλεξανδρούπολη και με μια ύπαιθρο δημογραφικά εξαντλημένη. Είναι προφανές ότι μια τέτοια Θράκη θα είναι πολύ διαφορετική από τη σημερινή και θα εγκυμονεί άμεσα κινδύνους που σήμερα φαντάζουν ακόμη μακρινοί». Έτσι είναι σίγουρο – προσθέτουμε εμείς – πως μια τέτοια κατάσταση θα ανοίξει τούς Ασκούς του Αιόλου, δεδομένου ότι η νεοθωμανική πολιτική της Άγκυρας αποσκοπεί προφανέστατα σε καταστάσεις συγκυριαρχίας αρχικά, αυτονόμησης στη συνέχεια και προσάρτησης εν τέλει.

     Ποια μπορεί να είναι απέναντι σε όλα αυτά η στάση της Ελλάδας; Βασικό ερώτημα που βασανίζει όλους μας και ασφαλώς βασανίζει και τον συγγραφέα, ο οποίος δεν αρκείται στις διαπιστώσεις, αλλά προβαίνει στη συνέχεια και στην κατάθεση κάποιων προτάσεων, για τη δημογραφική, οικονομική, πολιτική, κοινωνική και στρατιωτική θωράκιση της Θράκης έναντι των εσωτερικών και εξωτερικών κινδύνων. Δεν έχει την αίσθηση ότι κομίζει γλαύκαν, δεδομένου ότι κάποιες από αυτές έχουν ξανατεθεί και άλλοτε στο τραπέζι, με διαφορετικές ίσως μορφές. Δεν έχει επίσης την αίσθηση, όπως το ξεκαθαρίζει ρητά, ότι αυτές οι προτάσεις είναι οι μόνες ή πως αποτελούν πανάκεια. Πρόκειται πάντως σίγουρα για προτάσεις αξιοσημείωτες και σοβαρές, έτσι όπως ταξινομούνται και αναπτύσσονται από τον συγγραφέα ως ολοκληρωμένο σύνολο, προτάσεις που οφείλουν να μπουν στο τραπέζι του διαλόγου και μπορούν να συμβάλουν πραγματικά στον εντοπισμό λύσεων για το ολικό πρόβλημα που ταλανίζει τη Θράκη.

     Ξέρει όμως ταυτόχρονα πολύ καλά ο Τάσος Λαυρέντζος ότι από τον εντοπισμό ως την εφαρμογή και την υλοποίηση, η απόσταση είναι τεράστια – και ότι καμμία λύση δεν θα υπάρξει ποτέ, όχι μόνο για τη Θράκη, αλλά για όλη την πολλαπλώς παραπαίουσα πατρίδα μας, όσο θα συνεχίζουμε να βουλιάζουμε ως λαός στην παρακμή, την απάθεια, την ιδιώτευση, την ανοησία. Γι’ αυτό και είναι πολύ χαρακτηριστική η κατακλείδα του επιλογικού του σημειώματος: «Με το βιβλίο αυτό» γράφει, «προσπαθήσαμε όσο γίνεται πιο έγκυρα και πιο ψύχραιμα να προσεγγίσουμε τα προβλήματα της Θράκης και να καταδείξουμε τις πιθανές εξελίξεις. Στον βαθμό που αυτές θα πραγματοποιηθούν (και ειλικρινά ευχόμαστε να μην πραγματοποιηθούν), αυτή τη φορά δεν θα υπάρχει άλλοθι. Διότι τώρα που τελείωσε η περίοδος της απατηλής ευμάρειας, η ελληνική κοινωνία οφείλει να συνειδητοποιήσει ότι είναι δική της ευθύνη να ενδιαφερθεί για τα θέματα που την αφορούν και να επιβάλλει τις ηγεσίες που θα μπορέσουν να τα διαχειριστούν με κάποια στοιχειώδη αποτελεσματικότητα. Για όσον καιρό θα αρνείται να αναλάβει αυτή την ευθύνη, θα γνωρίζει υποχωρήσεις, ήττες και καταστροφές, μέχρι να εξαντληθεί ολοκληρωτικά το εθνικό κεφάλαιο που δημιούργησε η ιστορική εξόρμηση του νεότερου ελληνισμού, η οποία ξεκίνησε το 1821 με μια επανάσταση και τερματίστηκε το 1922 με μια καταστροφή. Έκτοτε, η πορεία που ακολουθείται, είναι αδιάλειπτα καθοδική».

     Και επειδή τα πράγματα έχουν ακριβώς έτσι, είναι πραγματικά επιτακτική η ανάγκη για όλους εμάς – και ως ευρύτερα ελληνική, αλλά και ιδιαίτερα ως τοπική θρακική κοινωνία – να σταματήσουμε, όσο είναι ακόμη καιρός, τη νευρωτικά προσφιλή μας συνήθεια, που είναι ο στρουθοκαμηλισμός, και να τολμήσουμε επιτέλους να κοιτάξουμε κατάματα την πραγματικότητα. Όχι άλλες καταρρεύσεις, όχι άλλοι εθνικοί ακρωτηριασμοί, όχι άλλες καταστροφές. Αν θέλουμε σε αυτόν τον βάναυσα βαλλόμενο τόπο, που λέγεται Θράκη, να υπάρξουν μελλοντικές γενιές Ελλήνων, έχουμε αυτό το απειροελάχιστο χρέος απέναντί τους…».

 

Αρθρογράφος