Ο βομβαρδισμός της σερβικής τηλεόρασης από το ΝΑΤΟ – Σαν σήμερα το 1999

23 Απριλίου 202422:51

Γράφει ο Νίκος Αρβανίτης

… Τα μηνύματα στον τηλεφωνητή μπερδεμένα, φωνές γνωστές από τις πολιτισμένες χώρες που βομβάρδιζαν την Σερβία μας προειδοποιούσαν να αποφύγουμε το κτίριο της Κρατικής Ραδιοτηλεόρασης διότι ήταν ένας από τους επόμενους στόχους.

Όσο μπορούσαμε προειδοποιήσαμε τους συναδέλφους, οι ξένοι ανταποκριτές φτιάξαμε έναν “ανθρώπινο κλοιό προστασίας” , αλλά όταν άρχισαν να χτυπούν οι σειρήνες φύγαμε…

Γνωρίζαμε ότι το αναπόφευκτο καραδοκούσε…

Εκείνα τα ξημερώματα χάσαμε 16 φίλους και συναδέλφους για πάντα…Άλλοι 16 ζουν ακόμη με τις μνήμες εκείνης της βραδιάς που τραυματίσθηκαν σοβαρά.. Τα σώματα δύο συναδέλφων δεν βρέθηκαν ποτέ..

Το ερώτημα παραμένει αναπάντητο…

Στις 23 Απριλίου του 1999, στις 02:06 τα ξημερώματα, αεροσκάφη του ΝΑΤΟ έπληξαν το κτίριο της RTS, όπου στεγάζονταν το τμήμα μεταδόσεων (Master).

Το κτίριο κατέρρευσε και στα ερείπιά του βρήκαν τραγικό θάνατο 16 τεχνικοί, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για την κανονική ροή του προγράμματος.

Ο τότε Γενικός διευθυντής της RTS, Ντράγκολιουμπ Μιλάνοβιτς, αργότερα καταδικάστηκε σε κάθειρξη 10 ετών διότι “ενώ έλαβε σαφείς προειδοποιήσεις για επικείμενο βομβαρδισμό του κτιρίου, δεν διέταξε την εκκένωση του”.

Το ΝΑΤΟ, που γιόρταζε τα πενηντάχρονά του σε πανηγυρική σύνοδο στις Βρυξέλλες, χαρακτήρισε το κτίριο στο Βελιγράδι «νόμιμο στόχο» και δικαιολόγησε τον βομβαρδισμό με δύο επιχειρήματα:

Πρώτον, ότι ήταν απαραίτητο να εξουδετερωθεί το δίκτυο διοίκησης, ελέγχου και επικοινωνιών των Γιουγκοσλαβικών Ενόπλων Δυνάμεων και δεύτερον, ότι το αρχηγείο του RTS «συνεισέφερε σημαντική στον πόλεμο προπαγάνδας που ενορχήστρωσε την εκστρατεία κατά του πληθυσμού του Κοσσυφοπεδίου.

Η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση υποστήριξε ότι το κτίριο δεν εξυπηρετούσε στρατιωτικό σκοπό και φιλοξενούσε μόνο εγκαταστάσεις του πολιτικού τηλεοπτικού δικτύου. Επομένως, δεν ήταν νόμιμος στρατιωτικός στόχος.

Ο σερβικός σταθμός επαναλειτούργησε την επόμενη ημέρα, από μυστική τοποθεσία.
Οι αντιδράσεις της διεθνούς κοινότητας

Στο Κέντρο Τύπου του Στρατού, πολλοί ξένοι δημοσιογράφοι ­ και από πολλά ραδιοτηλεοπτικά δίκτυα της Δυτικής Ευρώπης ­ για πρώτη φορά εξέφραζαν τόσο ανοιχτά καταδικαστικές απόψεις για τη ΝΑΤΟϊκή επίθεση.

Η Διεθνής Ομοσπονδία Δημοσιογράφων καταδίκασε τον βομβαρδισμό του κτιρίου της κρατικής τηλεόρασης της Σερβίας RTS. Ο γενικός γραμματέας της Ομοσπονδίας, Αϊντάν Ουάιτ, δήλωσε ότι αισθάνεται συγκλονισμένος από τον βομβαρδισμό, ο οποίος όπως είπε έγινε παρά τις έγγραφες διαβεβαιώσεις του εκπροσώπου Τύπου του ΝΑΤΟ. «Το ΝΑΤΟ μας είχε πει ότι είχε ακυρώσει ορισμένες επιχειρήσεις για να αποφύγει να έχει θύματα αμάχους. Τώρα είμαι ακόμη πιο συγκλονισμένος από την ξαφνική αλλαγή τακτικής», δήλωσε.

Η Γαλλία εξέφρασε την αντίθεσή της στο βομβαρδισμό. Υπήρξε σοβαρή διαφωνία μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της γαλλικής κυβέρνησης σχετικά με τη νομιμότητα και τη νομιμότητα του βομβαρδισμού.

Μια από τις εκθέσεις της Διεθνούς Αμνηστίας σχετικά με τους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία ανέφερε ότι το ΝΑΤΟ παραβίασε το διεθνές δίκαιο στοχεύοντας περιοχές όπου ήταν βέβαιο ότι θα σκοτωθούν άμαχοι. Συγκεκριμένα, η έκθεση της Αμνηστίας ανέφερε ότι ο βομβαρδισμός του κτιρίου του RTS από το ΝΑΤΟ «ήταν σκόπιμη επίθεση σε πολιτικό αντικείμενο και ως εκ τούτου συνιστά έγκλημα πολέμου».

Το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καταδίκασε επίσης την επίθεση, δηλώνοντας ότι «Ακόμη και αν κάποιος μπορούσε να δικαιολογήσει νόμιμες επιθέσεις σε πολιτικά ραδιόφωνα και τηλεόραση, δεν φαίνεται να υπάρχει καμία δικαιολογία για επίθεση σε αστικά στούντιο, σε αντίθεση με τους πομπούς».

Το 2001, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κήρυξε απαράδεκτη μια υπόθεση που ασκήθηκε για λογαριασμό των υπαλλήλων του σταθμού από έξι Γιουγκοσλάβους πολίτες κατά του ΝΑΤΟ.

Σύμφωνα με ένα άρθρο της Αμνηστίας που δημοσιεύθηκε το 2009, κανείς δεν έχει λογοδοτήσει για την επίθεση και δεν έχει αποδοθεί δικαιοσύνη για τα θύματα.

 

Αρθρογράφος