Χριστόφορος γίνεσαι, δεν γεννιέσαι

15 Δεκεμβρίου 201517:00

Ο «άλλος κόσμος» του Παπακαλιάτη από τα παιδικά του χρόνια μέχρι το κοσμικό προσκύνημα που προκάλεσε η νέα του ταινία – Ποιο είναι το παιδί που γεννήθηκε για να γίνει διάσημο, έχοντας ήδη στα 40 του 25 χρόνια λαμπρής καριέρας

Δεν είναι εύκολο να γίνεσαι διάσημος προτού καν κλείσεις τα 18. Είναι ακόμα πιο δύσκολο να παραμένεις για 25 χρόνια σταρ και συγχρόνως να εξελίσσεσαι χωρίς να πουλάς μόνο σταριλίκι.

Στο κοσμικό προσκύνημα που έγινε με αφορμή την πρεμιέρα -της νέας του ταινίας «Ενας άλλος κόσμος», ο Χριστόφορος φαινόταν να βρίσκεται με το ένα πόδι στο κόκκινο χαλί και το άλλο σκαλωμένο σε ένα σύμπαν ονειροφαντασίας, εκεί όπου έβρισκε καταφύγιο από μικρό παιδί. Τότε που μια κοπάνα από το σχολείο άλλαξε τη ζωή του και που μέχρι σήμερα η συνεχής ανάγκη του να δραπετεύει από την πραγματικότητα είναι εκείνη που τροφοδοτεί τον «Παπακαλιάτικο» μύθο.

Σε λίγες μέρες ο Χριστόφορος κλείνει τα 40 και σε λίγους μήνες τα 25 χρόνια καριέρας. Ηταν ακόμα μαθητής όταν η ατάκα του «Πάμε πλατεία» από τους «Δέκα μικρούς Μήτσους» έγινε εθνικό σλόγκαν και μόλις 24 όταν έγραψε το σενάριο και πρωταγωνίστησε στην τηλεοπτική σειρά «Η ζωή μας μια βόλτα». Πριν από λίγες μέρες, στην πρεμιέρα της δεύτερης ταινίας του «Ενας άλλος κόσμος» προκλήθηκε το αδιαχώρητο από εγχώριες διασημότητες, ένα πολύχρωμο γαϊτανάκι ετερόκλητων ανθρώπων με διαφορετικές ιδιότητες που έσπευσαν να δηλώσουν παρόντες στο Παπακαλιάτικο σύμπαν (ένα «ήμουν κι εγώ εκεί») ως άτυπο παράσημο κοινωνικής (πλην ετερόφωτης) καταξίωσης. Ολοι ήθελαν να φωτογραφηθούν μαζί του, όλοι έσπευσαν να πουν έναν καλό λόγο, όλοι παρακολούθησαν με ευλαβική προσοχή τα τεκταινόμενα επί της οθόνης, σε μια πρωτοφανή για κινηματογραφικές αίθουσες απόλυτη σιωπή. Για την ακρίβεια 15, όλες δηλαδή οι αίθουσες της Village στο εμπορικό κέντρο «The Mall» που κλείστηκαν επί τούτου – κάτι επίσης πρωτοφανές, πόσο μάλλον για ταινία Ελληνα δημιουργού. Ο νεαρός που δημιούργησε ολόκληρη σχολή -τη γνωστή και ως «Παπακαλιάτειο», όπως κάποτε ειρωνικά την αποκάλεσαν (ερωτικά τρίγωνα, σεξ, πάθη, πιασάρικα χιτ για σάουντρακ, διλήμματα και πάλι σεξ με φόντο γνωστές γωνιές της Αθήνας)-, που εν μέσω τεράστιων επιτυχιών αμφισβητήθηκε καλλιτεχνικά ως υποκλοπέας ξένων έργων και ιδεών, που έγινε βορά στα δημοσιεύματα πότε για την προσωπική του ζωή και πότε για τις «σωστές» καλλιτεχνικές διασυνδέσεις στα κυκλώματα της σόουμπιζ αποδείχτηκε πιο έξυπνος από τους επικριτές του και σίγουρα πιο αποτελεσματικός. Με τον τρόπο που συνήθως προτιμούν όλοι οι δημιουργικοί και χαρισματικοί άνθρωποι: κάνοντας απλά τη δουλειά τους και κλείνοντας τα αυτιά στις αδέσποτες σειρήνες της ζηλοφθονίας και των κόμπλεξ. Και η δουλειά του Χριστόφορου ήταν να κάνει τις φαντασιώσεις του πραγματικότητα και την πραγματικότητα το δικό του ονειρικό σύμπαν. Ενα παραμύθι πλασμένο από τα δικά του ρεαλιστικά βιώματα, μια πραγματικότητα που ήθελε να την κάνει καλύτερη. Και το κατάφερε μέσω μυθοπλασίας.

Ο Χριστόφορος ήταν από παιδί αεικίνητος και προσηλωμένος στον στόχο του να ξεχωρίσει μέσα από την τέχνη

Εκείνος ο κακός, αδιάφορος μαθητής της Σχολής Μωραΐτη που κατέληγε συνεχώς στο γραφείο της λυκειάρχισσας επειδή την ώρα του μαθήματος έγραφε σενάρια για το πώς θα μπορούσε να εξελιχθεί η πλοκή ενός σίριαλ που έβλεπε στην τηλεόραση, σήμερα έχει στο καστ της ταινίας του έναν Οσκαρικό σταρ -τον Τζ. Κ. Σίμονς-, ενώ για κάθε ηθοποιό είναι ευχής έργον η συνεργασία μαζί του. Οχι επειδή ο Χριστόφορος κατέχει το μαγικό χαρτάκι με το μυστικό της επιτυχίας. Αλλά επειδή είναι ωραίο να συμμετέχεις στον κόσμο του, «έναν άλλο κόσμο» γεμάτο ιδέες, ιστορίες, τσιγάρα, αλκοόλ και πάθη.

Το παιχνίδι των συμπτώσεων

Η οικογένεια Παπακαλιάτη δεν είναι μια τυπική ελληνική οικογένεια. Οχι με την έννοια των συναισθηματικών δεσμών των μελών μεταξύ τους -που είναι άρρηκτα δεμένα- όσο με εκείνη του background και του τρόπου ζωής τους. Για παράδειγμα, ο Χριστόφορος γεννήθηκε στην Αθήνα αλλά μεγάλωσε στο Ηράκλειο της Κρήτης μέχρι τα τέσσερα χρόνια του. Ο πατέρας του Μανώλης διατηρούσε τότε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις στο νησί και η οικογένεια Παπακαλιάτη, που θεωρείται «γερό όνομα» στην Κρήτη, απολαμβάνει έναν άνετο τρόπο ζωής, με υψηλά οικονομικά στάνταρ. Μόλις στα τρία του χρόνια (γεννήθηκε στις 23/12/1975), εκείνο τον Δεκέμβρη των γενεθλίων του οι γονείς του χωρίζουν και λίγους μήνες μετά, μαζί με τη μητέρα του και τον μικρότερο αδερφό του Φίλιππο μετακομίζουν στην Αθήνα. Θα γραφτεί στη Σχολή Μωραΐτη -την ίδια εποχή με την Ευγενία Μανωλίδου- και παρά το σοκ του διαζυγίου που εύλογα τον σοκάρει θα περνάει ανέμελα καλοκαίρια στο σπίτι στην Κρήτη ή στο εξοχικό της γιαγιάς και του παππού στους Παξούς, με ατελείωτα κυνηγητά, με σιέστες και τζιτζίκια, με βουτιές και κρυφτό μέχρι αργά το βράδυ. Ενα παιδί ζωηρό και αεικίνητο που έχει συγχρόνως την τύχη να ταξιδεύει συνεχώς με τη μητέρα του που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Νότιο Αφρική από Ελληνες γονείς. Οταν η μητέρα του πήγε στην Αγγλία, γνώρισε τον πατέρα του, ερωτεύτηκαν, παντρεύτηκαν στην Ελλάδα και μετακόμισαν στην Κρήτη, όπου απέκτησαν τα δύο παιδιά τους.

Ο Χριστόφορος έχει περάσει άπειρες στιγμές στην Αφρική: έχει σκαρφαλώσει σε κάθε δέντρο, ξέρει τι θα πει ζούγκλα από πρώτο χέρι και όχι από ντοκιμαντέρ, έχει κάνει Χριστούγεννα εκεί δίπλα σε μια πισίνα, κάνοντας μπάρμπεκιου και περιμένοντας τον Αϊ-Βασίλη που συνήθως φορούσε μαγιό και βατραχοπέδιλα. Ο παππούς και η γιαγιά μετακόμισαν και εκείνοι στην Ελλάδα όταν γεννήθηκε ο Χριστόφορος, αλλά η επαφή με την Αφρική ήταν συχνή. Τα δύο αυτά πρόσωπα είναι σημεία αναφοράς στη ζωή του πιτσιρικά, καθώς βρίσκεται συνεχώς στο σπίτι τους απολαμβάνοντας οικογενειακή θαλπωρή και αποκτώντας στήριγμα σε κάθε του όνειρο και επιθυμία. Εκείνοι που σχεδόν τον μεγάλωσαν, αν και δεν στερήθηκε ποτέ τους γονείς του μετά τον χωρισμό τους, αφού τα ζεστά κυριακάτικα οικογενειακά τραπέζια ήταν πάντα παράδοση στους Παπακαλιάτηδες. Οπως και το θέατρο. Ηταν οι προσλαμβάνουσες που είχε; Η καλλιτεχνική φλέβα που ίσως κληρονόμησε από τη γιαγιά του Μαρία που ζωγράφιζε υπέροχα; Ηταν ένα ξαφνικό χτύπημα, μια καλλιτεχνική αναλαμπή που πυροδότησε μια τυχαία έξοδος με τη μητέρα του στο θέατρο; Ο,τι κι αν ήταν, σημασία έχει ότι θυμάται ακόμα το δέος που ένιωσε όταν μόλις στα 3,5 χρόνια του ο παιδικός θίασος της Ξένιας Καλογεροπούλου επισκέφθηκε την Κρήτη και καθισμένος στα πόδια της μητέρας του περίμενε, ανυποψίαστος ακόμα, να σηκωθεί η αυλαία του θεάτρου. Σε όλη τη διάρκεια της παράστασης θυμάται ακόμα -ισορροπώντας ίσως μεταξύ λογικής και συναισθηματικής μνήμης- να μην κάνει την παραμικρή κίνηση, να μη βγάζει άχνα, σαν χτυπημένος από ένα μαγικό ραβδάκι που τον είχε εντελώς μαρμαρώσει.

Στην οντισιόν με υπογραφή κηδεμόνα

Οι γονείς του είχαν επιτέλους βρει το τρόπο να τον ηρεμούν, το θέατρο έγινε το ηρεμιστικό του, το «Lexotanil μου», όπως λέει και ο ίδιος. Συμπαντική συνωμοσία ή σύμπτωση, πάντως είναι αξιοσημείωτο ότι δεκαπέντε και πλέον χρόνια αργότερα, οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι που έβλεπε τότε σε εκείνο το μικρό θέατρο στην Κρήτη, η Μίρκα Παπακωνσταντίνου, η Αννα Παναγιωτοπούλου και ο Μίμης Χρυσομάλλης θα γίνονταν οι συμπρωταγωνιστές του στο θέατρο Βρετάνια για την παράσταση «Οι τρομεροί γονείς» του Ζαν Κοκτό. Το θέατρο, το σινεμά, η «Φαντασία» του Ντίσνεϊ, ο «ΕΤ ο εξωγήινος» και τα κλασικά εικονογραφημένα είναι ο δικός του μαγικός κόσμος όπου ανατρέχει κάθε φορά που βαριέται τα γήινα, έχοντας από μικρός έφεση στα ταξίδια της φαντασίας και στη μελαγχολία, «μια φυσική μου κατάσταση», όπως έχει πει και ο ίδιος. Ηταν επίσης στο σπίτι της γιαγιάς -μια γυναίκα που μαγείρευε καταπληκτικά, «γιαγιά Ντακ και ροκ μαζί», «μορφή», όπως λέει ο Χριστόφορος, με τις μουσικές της, τις βόλτες με φίλες στα θέατρα και στο σινεμά, με τα βιβλία της και τα τριαντάφυλλά της, με τις εξόδους για καφέ με τον εγγονό της- που ήρθε η τύχη και τον χτύπησε σαν ρεύμα. Δεκαέξι χρονών και διαβάζοντας μια εφημερίδα πέφτει πάνω σε μια αγγελία του στούντιο ΑΤΑ που ζητά παιδιά στην ηλικία του για κάποιο σίριαλ του MEGA. Πήρε τηλέφωνο.

Και κάθε μέρα, το έσκαγε από το σχολείο, πήγαινε στις οντισιόν, έπαιζε τα κομμάτια που του έδιναν και έφευγε. Μείνανε μόνο δύο από τους 100 που είχαν διαλέξει αρχικά. Και περίμενε. Το τηλέφωνο εντέλει θα χτυπήσει και τα νέα θα είναι συγκλονιστικά: «Πέρασες την οντισιόν!». Τα πράγματα, όμως, δεν είναι τόσο απλά. Χρειάζεται την υπογραφή κηδεμόνα. Εκείνο το ίδιο βράδυ, η μητέρα του βρισκόταν σε ένα πάρτυ φίλων. Σκέφτηκε πως αν της το έλεγε εκεί, δεν θα μπορούσε να αντιδράσει μέσα στον κόσμο. Πήρε, λοιπόν, ένα ταξί και άρχισε να λέει τα νέα σε όλους τους οικογενειακούς φίλους. Οταν κάποια στιγμή εκείνη αναρωτιέται «μα γιατί σου δίνουν όλοι συγχαρητήρια;», η απάντησή του θα την αφήσει άγαλμα: «Θα γίνω ηθοποιός». Οι γονείς του φυσικά αντέδρασαν, αλλά υπέγραψαν. Ηξεραν ότι του άρεσε ο χώρος της υποκριτικής, αλλά το να συμμετέχει σε ένα σίριαλ του MEGA ενώ είναι ακόμα μαθητής, και μάλιστα κακός, τούς ξεπερνούσε.

Στη θεατρική ομάδα του σχολείου είχε ήδη υποδυθεί τον πρώτο του ρόλο, στο έργο «Οι κυράδες του Ουίνδσορ». Ο Χριστόφορος ζούσε για να έρθουν οι Παρασκευές που ξεκινούσαν τις πρόβες. Τα καλοκαίρια γυρνούσαν με τον θίασο όλη την Ελλάδα όπου είχαν γνωστούς και φίλους. Από το Κηποθέατρο στο Ηράκλειο, μέχρι σε πλατείες, σε τοπικά φεστιβάλ, από το Πήλιο μέχρι την Κρήτη. Οσο για τα μαθήματα του σχολείου, τα είχε μάλλον ξεγραμμένα. Τα βιβλία του ήταν γεμάτα σημειώσεις, σκέψεις και ιστορίες όχι φυσικά από την παράδοση αλλά από πιθανά σενάρια και ιδέες. Οι καθηγητές τον έπιαναν συνεχώς να γράφει άσχετες με το μάθημα σημειώσεις και τον έστελναν στη λυκειάρχισσα. Εκατοντάδες φορές βρέθηκε απέναντι από τη γραμματέα της, σ’ έναν ευχάριστο προθάλαμο πριν από την ψυχρολουσία που θα ακολουθούσε. Η γραμματέας ήταν η κυρία Λιγνάδη. Χρόνια αργότερα, θα του τηλεφωνήσει ο γιος της, ο Δημήτρης Λιγνάδης, ο σκηνοθέτης δεκάδων θεατρικών επιτυχιών, για να συνεργαστούν στο έργο «Αμαντέους Μότσαρτ». Αλλη μία σύμπτωση, ένας ακόμα κύκλος που έκλεισε τότε και ξανάνοιξε μετά πιάνοντας το νήμα από άλλο σημείο. Και εκείνη η αγγελία, εκείνη η κοπάνα, εκείνο το κοσμικό πάρτυ όπου βρήκε τη μητέρα του ανήμπορη να αντιδράσει στα σχέδιά του ήταν οι δικές του ευτυχείς συγκυρίες που τον έφεραν σε επαφή με το όνειρό του. Ο ρόλος του ως Βενιαμίν στο σίριαλ «Οι Φρουροί της Αχαΐας» μαζί με τη Μιμή Ντενίση έγινε το όχημα για τη λεωφόρο της δόξας που ανοίγεται υπέρλαμπρη μπροστά του.

Κορίτσια, ο Χριστόφορος «πάει πλατεία»

Ο Χριστόφορος είναι δημοφιλής στο σχολείο. Ηταν και πριν το σίριαλ, όχι φυσικά λόγω των σχολικών του επιδόσεων, αλλά χάρη στην προσωπικότητά του. Ενα παιδί που έκανε αισθητή την παρουσία του, με έξυπνα σκανδαλιάρικα μάτια, με αυτά τα χαρακτηριστικά κυματιστά μαλλιά του που συνηθίζει να τυλίγει συνεχώς αφηρημένα μέσα από τα δάχτυλά του σε στιγμές αμηχανίας και περισυλλογής. Είναι όμορφος, ευγενικός, έχει καλούς τρόπους, είναι μέσα σε όλα – εκτός από τα μαθήματα. Είναι πια και ηθοποιός σε σίριαλ μεγάλης τηλεθέασης και γίνεται θέμα σε όλο το σχολείο. Η μαμά ενός συμμαθητή του, η Μελίνα Αδαμοπούλου, που διετέλεσε για δέκα χρόνια και βάλε διευθύντρια στο περιοδικό «Madame Figaro», θα του συστήσει τον άνθρωπο-κλειδί για την καριέρα του. Ο Λάκης Λαζόπουλος, στενός της φίλος, ψάχνει εκείνη την εποχή έναν νεαρό ηθοποιό που θα υποδυθεί τον φίλο του θρυλικού Τζίμη στους τηλεοπτικούς «Δέκα μικρούς Μήτσους». Ο Χριστόφορος θα γνωριστεί μαζί του, θα περάσει από το κάστινγκ και ο Λαζόπουλος θα τον συστήσει για τα καλά στο ευρύτερο κοινό σε μια κωμική σειρά που σπάει κυριολεκτικά τα μηχανάκια της AGB. Η ατάκα του Χριστόφορου, όπως τον λένε και στο σίριαλ, «Πάμε πλατεία» κάνει θραύση και γίνεται εθνικό σλόγκαν.

Είναι μόλις 17 ετών, μαθητής λυκείου και τον αναγνωρίζουν οι πάντες. Στο σχολείο είναι κάτι σαν είδωλο. Και όχι μόνο εκεί. Περπατούσε στον δρόμο και όλοι του φώναζαν: «Γεια σου, Χριστόφορε! Πάμε πλατεία;». Ακόμα κι όταν σταμάτησαν οι «Μήτσοι» για πολύ καιρό ακόμα συνέχισε να υφίσταται ως ρόλος. Είχε πάθει φοβερό διχασμό. Με εκείνα τα πρώτα λεφτά από τους «Μήτσους» πήρε και το πρώτο του αυτοκίνητο, ένα 1000άρι Seat Ibiza και νοίκιασε το πρώτο του διαμέρισμα στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Είχε προηγηθεί μια πιο σύντομη «φυγή» στη Βοστόνη. Οταν τέλειωσε η πρώτη χρονιά των «Μήτσων», οι γονείς του επέμεναν να σπουδάσει. Αποφασίστηκε να φύγει για τη Βοστόνη για να σπουδάσει κατά κύριο λόγο οικονομικά και παρεμπιπτόντως υποκριτική. Αντεξε μόνο για 4 μέρες και επέστρεψε. Δεν μπορούσε να φύγει μακριά από την Ελλάδα. Ειδικά σε μια εποχή όπου μόλις είχαν ανοιχτεί επαγγελματικές πόρτες.

Ο Χριστόφορος μπορεί να ταξιδεύει συνέχεια σήμερα, αλλά μόνο όταν έχει ολοκληρώσει κάποιο πρότζεκτ, σίριαλ, θεατρικό ή ταινία. Δεν αντέχει μακριά από την «Ελλαδίτσα», όπως λέει, για πολύ. Εδώ θέλει να δουλεύει, εδώ θέλει να ζει, εδώ και να ερωτεύεται. Τα ταξίδια στο εξωτερικό είναι περισσότερο για να γεμίζει τις μπαταρίες του, για να κερδίζει εμπειρίες, για να εμπνέεται από εικόνες και παραστάσεις έξω από τα συνήθη και γνώριμα. Για να ζει βασικά όπως θέλει και με όποιον θέλει, έστω και για λίγο, μακριά από τα βλέμματα που τον αναγνωρίζουν και σκανάρουν κάθε του κίνηση στα στέκια της Αθήνας. Στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι, σε ένα μεγάλο road trip από Αμερική μέχρι τα παράλια του Μεξικού με φίλους για έναν μήνα, όπως έκανε μετά το σίριαλ «Τέσσερις», στην Ασία, στην Αφρική, παντού. Απόδραση συνεχής αλλά σύντομη, με το ένα πόδι εδώ και το άλλο αλλού, όπως σε όλη του τη ζωή, σε κάθε επίπεδο. Και σε εκείνο της διαχείρισης της δημόσιας εικόνας του επίσης, ισορροπώντας πάντα μεταξύ του περιζήτητου σταρ και του απομονωμένου δημιουργού που γράφει σενάρια τις νύχτες, ακούγοντας συνεχώς μουσικές, καπνίζοντας ασύστολα και γεμίζοντας το ποτήρι του με ένα ακόμα ουίσκι. Η πορεία του στην τηλεόραση, μετά την επιτυχία με τον Λαζόπουλο, συνεχίζεται με σταθερά βήματα. Η «Ανατομία ενός εγκλήματος», η «Αναστασία», οι «Απαράδεκτοι», η «Dolce Vita» είναι σίριαλ με μεγάλη τηλεθέαση στο MEGA, ενώ για τα επόμενα τρία χρόνια θα συμμετέχει και σε δύο σειρές του ANT1, στον «Βαμμένο Ηλιο» και το «Αγγιγμα ψυχής» του Μανούσου Μανουσάκη.

Ο Ρουβάς της υποκριτικής

Ο Χριστόφορος έχει λάμψη, έχει αυτό το «κάτι» που κάνει σεναριογράφους και σκηνοθέτες να τον προτιμούν, αλλά εκείνος είναι ανήσυχος. Δεν του αρκούν μόνο οι ρόλοι. Είναι πολυδιάστατος, έχει κι άλλες καλλιτεχνικές πτυχές που θέλει να βγάλει. Με την άγνοια κινδύνου που χαρακτηρίζει τους τολμηρούς νεαρούς, θα πάει πάλι στο MEGA κραδαίνοντας στα γραφεία των επιτελικών ένα σενάριο, με τον τσαμπουκά να περισσεύει: «Οι νέοι δεν θέλουν τις σειρές που παίζετε, ενδιαφέρονται για άλλα πράγματα, ορίστε ένα σενάριο…». Το σίριαλ «Η ζωή μας μια βόλτα» είναι το πρώτο που φέρνει τη δική του υπογραφή στο σενάριο και τη μουσική επιμέλεια, στο οποίο επίσης πρωταγωνιστεί. Θα ακολουθήσει το «Να με προσέχεις», η τηλεταινία «Τρεις ευχές» και το σίριαλ «Κλείσε τα μάτια» με την Πέμη Ζούνη στον ρόλο μιας μητέρας που διεκδικεί τον ίδιο εραστή με την κόρη της. Η επιτυχία του τελευταίου είναι τεράστια, με το ερωτικό ενδοοικογενειακό τρίγωνο να καθηλώνει τους τηλεθεατές και τον Παπακαλιάτη να γίνεται το πρόσωπο των ημερών αλλά και της καζούρας. Οι άφθονες σκηνές σεξ, οι ίντριγκες, το ερωτικό πάθος και οι περιπτύξεις με μια μεγαλύτερη σε ηλικία γυναίκα και ταυτόχρονα με την κόρη της θα τον χρίσουν επίσης πρωταγωνιστή δεκάδων ανεκδότων. («Τα παιδιά του Ζεβεδαίου ποιον έχουνε πατέρα; Σύμφωνα με το τεστ DNA, τον Παπακαλιάτη», «Ο Παπακαλιάτης έχει ξεπαρθενέψει ακόμα και το ελαιόλαδο» κ.ά. είναι από τα κλασικά της μετά Μιλένιουμ εποχής.)

Ο Χριστόφορος έχει πια χιλιάδες θαυμάστριες, είναι κάτι σαν τον Ρουβά της υποκριτικής -παρεμπιπτόντως οι δυο τους κάνουν πολλή παρέα. Στενή παρέα κάνει επίσης και με όλη αυτή τη νέα γενιά ηθοποιών που αναδείχθηκε μέσα από τα δικά του σίριαλ, με βασικό άξονα ιστορίες νέων παιδιών που ερωτεύονται, προδίδονται, έχουν όνειρα, κάνουν σεξ και συχνάζουν σε γνώριμα μπαράκια της Αθήνας πάντα με σάουντρακ πιασάρικα δυνατά κομμάτια, ξένα και ελληνικά, όλα δικές του επιλογές. Το τραγούδι «Τράβα σκανδάλη» με τη φωνή της Αλκηστης Πρωτοψάλτη για το σίριαλ «Κλείσε τα μάτια» όσο και εκείνο της Δήμητρας Γαλάνη που ακούστηκε στους τίτλους για το σίριαλ «Δυο μέρες μόνο» γίνονται τεράστιες επιτυχίες – και οι ερμηνεύτριες, στενές του φίλες. Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, ο Νίκος Κουρής, ο Αλκις Κούρκουλος, ο Γιώργος Πυρπασόπουλος, ο Χρήστος Λούλης, ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, ο Πάνος Μουζουράκης, η Ιωάννα Παππά, η Βίκυ Παπαδοπούλου, η Δανάη Σκιάδη και η Γωγώ Μπρέμπου εκτός από συνεργάτες γίνονται και φίλοι του και όλοι μαζί αποτελούν μια σταθερά στα σίριαλ του Παπακαλιάτη, με διαφορετικούς κάθε φορά συνδυασμούς.

Ο ίδιος αναφέρεται ως το «αγαπημένο παιδί του MEGA», χαρακτηρισμός που χρησιμοποιείται ενίοτε και μειωτικά ως σπόντα για το πουσάρισμά του χάρη στην ευνοϊκή μεταχείριση που χαίρει από τα υψηλά κλιμάκια – ή και από τον Λάκη Λαζόπουλο.

Οσο μεγαλώνει η εμπορική του επιτυχία, τόσο οι φήμες και τα κακεντρεχή σχόλια λυσσάνε εναντίον του. Η φιλική και επαγγελματική του σχέση με τον τελευταίο έγινε συχνά τροφή για κακόβουλα δημοσιεύματα με κίτρινα υπονοούμενα και πολλοί βάλθηκαν δήθεν να ξεσκεπάσουν την προσωπική του ζωή. Αδικος κόπος, άχρηστη άγρα. Ο Χριστόφορος είναι ήδη από μικρός στο κουρμπέτι της σόουμπιζ και το στομάχι του έχει αποκτήσει αντοχές. Στενοχωριέται με τα επικριτικά δημοσιεύματα που είτε αφορούν το αμφισβητούμενο ταλέντο του, είτε τις αντιγραφές ιστοριών ξένων επιτυχημένων ταινιών, είτε ακόμα και την προσωπική του ζωή, αλλά δεν πτοείται. Προτιμά να απαντά με ένα ακόμα σίριαλ, με μία ακόμα επιτυχία ή με τη σιωπή. Θα ακολουθήσει νέος κύκλος ανεκδότων, αυτή τη φορά με επίκεντρο την υποτιθέμενη πνευματική κλοπή ιδεών και σεναρίων από διάσημες ταινίες. Για ένα διάστημα σχεδόν κρύβεται από τους δημόσιους χώρους, προτιμά να κλείνεται στο σπίτι του, να κατεβάζει μουσικές στο YouTube, να πίνει κεκλεισμένων των θυρών. Του χρεώνουν σχέσεις και με τις συμπρωταγωνίστριές του, την Ιωάννα Παππά, τη Βίκυ Παπαδοπούλου, τη Μαρίνα Καλογήρου. Η μόνη σχέση ωστόσο που ο ίδιος έχει παραδεχθεί είναι αυτή με τη Χριστίνα Μπρέμπου, αδερφή της ηθοποιού Γωγώς Μπρέμπου, με την οποία μάλιστα συνέγραψε και το βιβλίο «Δυο μέρες μόνο», βασισμένο στο σενάριο του σίριαλ.

Είναι η ίδια εποχή που αναγκάζεται να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία μετά το σκάνδαλο που αποκαλύφθηκε ότι πήρε απαλλαγή με ένα πλαστογραφημένο έγγραφο. Ενα δημοσίευμα του 2002 που αποκάλυψε αυτό το χαρτί άνοιξε τον ασκό του Αιόλου, με τον Χριστόφορο να γίνεται για άλλη μία φορά στόχος αρνητικής δημοσιότητας. Εχασε πρωτόδικα, έχασε και το Εφετείο και μετά από μια δύσκολη περίοδο αναγκάστηκε να ντυθεί στα χακί. Το θέμα είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις τότε και εκείνος ήταν συνεχώς στο στόχαστρο μιας δίνης ατελείωτων δημοσιευμάτων για «χαριστικές απαλλαγές», «ευνοϊκές μεταχειρίσεις λόγω γνωριμιών και διασημότητας» κ.λπ. Αν και τον είχαν συμβουλεύσει ότι θα ήταν καλύτερο να αποφεύγει τις δημόσιες εξόδους, εκείνος έκανε ακριβώς το αντίθετο. Κάθε βράδυ έβγαινε έξω και μεθούσε. Δεν είχε άλλωστε δουλειές, δεν είχε υποχρεώσεις. Μόνο την αναμονή να παρουσιαστεί ως φαντάρος. Πήγε, είδε και απήλθε και τα δημοσιεύματα κόπασαν. Προς στιγμήν. Διότι με τον Χριστόφορο δεν θα πάψουν ποτέ να ασχολούνται. Ο,τι κι αν κάνει ή δεν κάνει. Ακόμα κι ένα τηλεοπτικό φιλί μεταξύ ανδρών στο σίριαλ «Κλείσε τα μάτια» είχε σκανδαλίσει το «ευαίσθητο» ΕΣΡ που έριξε καμπάνα στο MEGA 100.000 ευρώ. Το ίδιο συνέβη και με το σίριαλ «4» για τολμηρές ερωτικές σκηνές ή βωμολοχίες. Για την ιστορία, το κανάλι γλίτωσε τη λυπητερή επειδή υπήρχε η ειδική σήμανση και η ώρα προβολής ήταν μετά τις 11, αλλά ο Χριστόφορος είχε ήδη κάνει ντόρο άθελά του.

Τελειομανής και απαιτητικός

Η υποκρισία και οι κομπλεξικές αντιδράσεις ανέκαθεν τον εξαγριώνουν, αλλά ξέρει επίσης καλά ότι οι βλάκες και οι μετριότητες είναι αήττητοι. Βρίσκει απείρως πιο ενδιαφέροντες τους κακούς από τους βλάκες, για τους οποίους επιφυλάσσει εξόφθαλμο σνομπισμό. Ο Χριστόφορος για όσους άλλωστε τον γνωρίζουν ή έχουν συνεργαστεί μαζί του ξέρουν ότι είναι ιδιαίτερα έξυπνος άνθρωπος. Δίνει χώρο, ακούει γνώμες, αλλά έχει εντελώς κατασταλαγμένη άποψη για όσα θέλει να κάνει. Και τα κάνει. Τελειομανής και εργασιομανής, γίνεται ιδιαίτερα απαιτητικός με τους συνεργάτες του, κυρίως από τότε που έχει το προνόμιο να θέτει τους όρους και τις συνθήκες δουλειάς. Για κάποιους είναι δύσκολος, σε κάποιους προκαλεί ακόμα και φόβο, ειδικά αν έχουν κάτι άλλο να προτείνουν από εκείνο που τους ζητά. Για άλλους είναι απλώς επαγγελματίας.

Από τη στιγμή που πλέον κάνει δικές του δουλειές -από τα 25 του δηλαδή- ο Χριστόφορος εξακολουθεί να είναι καλοπροαίρετος, όχι όμως και συναισθηματικός, ξέροντας ότι στις δουλειές που κουμαντάρει πρέπει να χτυπήσει το χέρι στο τραπέζι, να βάλει και τις φωνές.

Αυτός έχει την ευθύνη, αυτός δίνει και την προσταγή. Στην προσωπική του ζωή, βέβαια, ο συναισθηματισμός περισσεύει. Οπως τον περιγράφουν αλλά όπως και ο ίδιος έχει παραδεχτεί, είναι ένας άνθρωπος που στους έρωτες γίνεται λιώμα. Πέφτει με τα μούτρα και τους ζει μέχρι το μεδούλι. Γίνεται ένας από τους συνήθεις ήρωές του που ακολουθούν τα πάθη τους με όποιο κόστος και τίμημα, με όποια τρέλα και παροξυσμό. Γίνεται κτητικός, ζηλιάρης παθολογικός, φτιάχνει σενάρια με το μυαλό του που τα μπερδεύει με την πραγματικότητα. Θέλει να είναι ο ένας και μοναδικός για τον άλλο, σε έναν απόλυτα δυαδικό κόσμο όπου κανένας τρίτος δεν χωρά, κανένας δεν πρέπει να του δώσει θέση.

Ο Χριστόφορος είναι μοναχικός τύπος. Του αρέσει η μοναξιά του, δεν φοβάται τις μαύρες στιγμές μελαγχολίας. Τις έχει συνηθίσει από μικρός. Το κομψό διαμέρισμα του Ψυχικού, το καταφύγιό του τα τελευταία χρόνια των τεράστιων επιτυχιών αλλά και της εσωτερικής αναζήτησης, έχουν γραφτεί δεκάδες σενάρια, έχουν σκιστεί εκατοντάδες σελίδες, έχουν ακουστεί άπειρες μουσικές-μελλοντικά του σάουντρακ, έχουν βγει ιδέες, έχουν θαφτεί άλλες, έχουν περάσει έρωτες, φίλοι και οικογένεια. Η τελευταία, και κυρίως τα τρία αδέρφια του -έχει ακόμα έναν αδερφό τον Στέφανο και μία αδερφή, τη Νάρα-Μαρίζα από τον δεύτερο γάμο του πατέρα του-, είναι μόνιμο σημείο αναφοράς. Ο ίδιος είναι πια σαραντάρης. Δεν έχει ακόμα παιδιά, δεν έχει παντρευτεί. Μόλις πρόσφατα όμως έγινε θείος και δεν κρατήθηκε να μην ξεσπάσει σε κλάματα στη θέα του συγκινημένου αδερφού του με το μωρό. Ενας ρόλος που μπορεί να φανταστεί για τον ίδιο, αλλά χωρίς συμβάσεις. Ο Χριστόφορος δεν είναι γεννημένος για γάμους και επισημότητες. Μόνο για έρωτες και δημιουργίες. Και με την πρόσφατη ταινία του «Ενας άλλος κόσμος» έκανε ακόμα και τους ορκισμένους επικριτές του να τον παραδεχτούν και να προκαλέσει αγωνία αναμονής στο ευρύ κοινό. Στον δικό του, όμως κόσμο, τον «Παπακαλιάτικο», ελάχιστοι έχουν πρόσβαση. Είναι κι αυτό ένα μέρος του μύθου του που, όπως φαίνεται, έχει δρόμο ακόμα για να ολοκληρωθεί.

Πηγή: protothema.gr

Αρθρογράφος

blank
Ανδριανή Λοϊζίδου
Η Ανδριανή έχει σπουδάσει Δημοσιογραφία και Νομική στο Cambridge της Αγγλίας. Έχει δουλέψει σε διεθνούς φήμης εκδοτικούς οίκους και έχει διδάξει Αγγλικό Δίκαιο σε Ακαδημαϊκό επίπεδο.