«Μικρασιατική Εκστρατεία. Από τον Εθνικό Διχασμό στην Καταστροφή»

5 Ιουλίου 202206:00

Στο Συνέδριο που οργάνωσε η Ιερά Μητρόπολη Μυτιλήνης, την Τρίτη 21 Ιουνίου 2022, για τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική καταστροφή το οποίο είχε γενικό θέμα: «Μικρασία: Αλησμόνητη Πατρίδα – Γη Αγίων» εκφωνήθηκε η Εναρκτήρια – Κεντρική Ομιλία από τον κ. Στρατή Χαραλάμπους, Αντιστράτηγο ε.α. Μέλος της Εταιρείας Λεσβιακών Μελετών, με θέμα «Μικρασιατική Εκστρατεία. Από τον Εθνικό Διχασμό στην Καταστροφή».

Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί προδημοσίευση του υπό έκδοσιν βιβλίου με τίτλο “Μικρασιατική Εκαστρατεία τα Βήματα προς την καταστροφή” που αναμένεται να κυκλοφορήσει το φθινόπωρο από την εκδοτική εταιρεία ”Μυθός”.

«Μικρασιατική Εκστρατεία. Από τον Εθνικό Διχασμό στην Καταστροφή»

 Εισαγωγή   

 Τον Αύγουστο του 1913 μετά  την υπογραφή  της συνθήκης του Βουκουρεστίου,ο Εθνάρχης  Ε. Βενιζέλος είπε χαρακτηριστικά    στον συνεργάτη του  Εμμανουήλ  Ρέπουλη  «…και τώρα τα βλέμματα μας προς Ανατολάς». Από τη δήλωση αυτή φαίνεται το πάθος του  για τη Μικρά Ασία , τις «αλύτρωτες» πατρίδες , τις οποίες  το «όραμα» της Μεγάλης Ιδέας,   , που από τα μέσα του 19ου αιώνα αποτελούσε  τον κεντρικό  άξονα της εθνικής πολιτικής,  ήθελε να  ενσωματώσει στο ελεύθερο Ελληνικό κράτος . Τα γεγονότα που ακολούθησαν σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο και κυρίως οι εξελίξεις στις δυο πλευρές του Αιγαίου, δημιούργησαν το κατάλληλο περιβάλλον και  καθιέρωσαν στην πολιτική σκηνή της Χώρας, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι πραγματικές δυνατότητες της, την αναγκαιότητα της  απελευθέρωσης των Ελλήνων  της Μικράς Ασίας και της  ένταξης της περιοχής , που κατοικούσαν στην ελληνική επικράτεια[1] .

Η συμμετοχή ή μη της Ελλάδας στον Μεγάλο πόλεμο που ξέσπασε το καλοκαίρι του 1914 , έγινε το κυρίαρχο θέμα μεταξύ των δυο πόλων εξουσίας . Της εκλεγμένης κυβέρνησης με πρωθυπουργό τον Ε. Βενιζέλο και του Θρόνου με βασιλιά τον Κωνσταντίνο , με τις θέσεις   του οποίου συμφωνούσε και το Επιτελείο  με ιθύνων νου  τον Ι. Μεταξά . Στη διαφωνία αυτή καταλυτικά ήταν τα αποτελέσματα   του πρώτου διωγμού των ελλήνων της Ανατολικής Θράκης και της Δυτικής Μικράς Ασίας,  που είχε ξεκινήσει το Μάιο του 1914  από τα όργανα της κυβέρνησης του Κομιτάτου « Ένωση και Πρόοδος», με βάση τις   οδηγίες της γερμανικής στρατιωτικής αποστολής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία .

Τα Βήματα προς τη Μικρά Ασία

   Ο Ε. Βενιζέλος  ήθελε τη συμμετοχή της Χώρας μας στον Μεγάλο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάτ , σε αντίθεση με το Θρόνο και το Επιτελείο που προτιμούσαν την ουδετερότητα,  που ουσιαστικά εξυπηρετούσε τα σχέδια της Γερμανίας  και για τούτο  παρουσίασε  στο Βασιλιά Κωνσταντίνο τρία υπομνήματα  για να τον μεταπείσει. Όμως η  αρχική άρνηση της Αντάτ,  τον Αύγουστο του 1914  στο αίτημα για την ελληνική συμμετοχή στον πόλεμο  και στη συνέχεια η άρνηση του Θρόνου και του Επιτελείου, με αιτιολογίες αρχικά  τον κίνδυνο από τη Βουλγαρία και στη συνέχεια  την μη εξασφάλιση  από την Αντάτ τουλάχιστον  των μέχρι τότε συνόρων μας,  ματαίωσαν την  έγκαιρη ελληνική συμμετοχή στις επιχειρήσεις, παρά τις εκκλήσεις του πρωθυπουργού Βενιζέλου .

  Από τότε άρχισε  ουσιαστικά η περίοδος της ανωμαλίας και του διχασμού  κατά την οποία και  οι δύο πλευρές, χρησιμοποιώντας αθέμιτα μέσα (διαρροές, συκοφαντικά δημοσιεύματα κλπ)  υποκινούμενες  από  τα περιβάλλοντά τους  και τις  διπλωματικές αντιπροσωπείες στην Αθήνα των εμπόλεμων,  μέσα σε ένα συνωμοτικό κλίμα, που είχαν δημιουργήσει  οι  ξένες μυστικές υπηρεσίες, προσπάθησαν να επιβληθεί η μία της άλλης. Παραβιάστηκε το σύνταγμα από το Βασιλιά με τη διάλυση της Βουλής της 31 Μαΐου 1915, την πλειοψηφία της οποίας είχε το κόμμα των Φιλελευθέρων  του  Ε. Βενιζέλου, ο οποίος  αποφασισμένος  να σχηματίσει ξεχωριστή κυβέρνηση και να συμμετάσχει  στον πόλεμο , ανεξάρτητα των συνεπειών σε βάρος του ελληνικού λαού, δεν έλαβε μέρος  στις εκλογές του Οκτ του 1915 .

  Η δημιουργία  από την Αντάτ του Μακεδονικού μετώπου, μετά την αποτυχία στην Καλλίπολη για την εκβίαση των Στενών   ,  το κίνημα της Εθνικής άμυνας στη Θεσσαλονίκη και η ουσιαστική διαίρεση της χώρας μεγάλωσαν το χάσμα μεταξύ των δύο πόλων εξουσίας,  που δυστυχώς μεταφέρθηκε στον απλό λαό και το χειρότερο στον στρατό και στο πολεμικό ναυτικό . Η Χώρα οδηγήθηκε σταδιακά στην αναγκαστική επανένωση με την πρωτοβουλία των δυνάμεων της Αντάτ  και κυρίως της  Γαλλίας . Επιβλήθηκε η  κυβέρνηση της Εθνικής άμυνας σε όλη τη χώρα ,  αφού στο τέλος του Μαΐου του 1917 εκδιώχθηκε η Βασιλική οικογένεια από την Ελλάδα , ο δε Βασιλιάς Κωνσταντίνος  αναχώρησε  αρνούμενος  να παραιτηθεί .

   Πλησιάζοντας το τέλος του πολέμου, η  ελληνική κυβέρνηση και προσωπικά ο Ε. Βενιζέλος στην προσπάθεια για την  εκπλήρωση των εθνικών στόχων είχαν να αντιμετωπίσουν τις δυσμενείς προβλέψεις για τα ελληνικά συμφέροντα  των μυστικών συνθηκών  και την  αντιπαλότητα  μεταξύ των συμμάχων  για τη  διανομή των εδαφών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Θέμα που   ενδιέφερε τη χώρα μας  όχι μόνο λόγω της παρουσίας του ελληνικού στοιχείου που τόσα είχε υποφέρει από το 1914 αλλά κυρίως διότι η ελληνική κυβέρνηση αλλά και τα λοιπά πολιτικά κόμματα είχαν προετοιμάσει το λαό , παραβλέποντας τις δυνατότητες της Χώρας,  ότι « ήλθε η ώρα για να ξαναζωντανέψει ο μαρμαρωμένος Βασιλιάς…».

 Η ελληνική αντιπροσωπεία στο Παρίσι  υπέβαλε τις προτάσεις της στο Ανώτατο συμμαχικό συμβούλιο  στις 30 Δεκ 1918(π. η. ) και οι οποίες περιλάμβαναν πλήρη ανάλυση των εθνικών διεκδικήσεων .[2]) Την απόφαση για την αποστολή του Ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, που λήφθηκε μέσα σε ένα διάστημα είκοσι  περίπου ημερών από 22 Απριλίου μέχρι 13 Μαΐου 1919 ( ν. η.), στην ουσία την επέβαλε η  «αναγκαιότητα αντιμετώπισης » της ιταλικής  επεκτατικής  πολιτικής. Συγκεκριμένα το Μάρτιο του 1919 είχε καταλάβει την περιοχή της Αττάλειας εν αγνοία  του Ανωτάτου Συμμαχικού Συμβουλίου επικαλούμενη τις μυστικές συνθήκες και παράλληλα προχώρησε  στο εσωτερικό της Μ. Ασίας και προπαρασκευάζονταν για την απόβαση στη Σμύρνη, Έφεσο και Μερσίνα. Ο άγγλος πρωθυπουργός  Λούντ Τζωρτζ  εκμεταλλευόμενος την απουσία της ιταλικής αντιπροσωπείας  και  σε συνεργασία με τον  Ε. Βενιζέλο κατόρθωσε  να «εκβιάσει»  τη  λήψη απόφασης για την αποστολή του Ελληνικού στρατού στη Σμύρνη. Η σπουδή του Λόυντ Τζωρτζ δεν οφείλονταν στην «ηθική υποχρέωση» να στηρίξει τις απαιτήσεις της Ελλάδας,  που μέσα από ένα διχασμό την «έριξαν στον πόλεμο» αλλά και ούτε στην ανάγκη να σταθεί αλληλέγγυος  προς το έλληνα πρωθυπουργό , ο οποίος  θα έχανε την εξουσία αν επέστρεφε στην Αθήνα χωρίς «κάποιο αντάλλαγμα στη Μικρά Ασία». Οι κινήσεις της Ιταλίας  έθεταν σε κίνδυνο την Βρετανική κυριαρχία στην Ανατολική Μεσόγειο  και  έβλαπταν  τα γαλλικά συμφέροντα στην Οθωμανική αυτοκρατορία και την  επέκταση της στη  Συρία

 

  Η Κατάσταση στην Τουρκία

  Κατά την περίοδο 1911-1918 η Οθωμανική αυτοκρατορία έχασε  το σύνολο των εδαφών στη Βαλκανική (πλην της Ανατολικής Θράκης) , τα νησιά του Αιγαίου , τις κτήσεις στην Αφρική και στη Μέση Ανατολή έχοντας 325 χλ νεκρούς , 400 χλ τραυματίες και   250 χλ αιχμαλώτους. Ουσιαστικά το εργατικό δυναμικό 18-35 ετών είχε μειωθεί  σημαντικά . Το 1914 το εξωτερικό χρέος ήταν 160 εκ λίρες Αγγλίας( 49% σε Γαλλικές τράπεζες και το 20% σε Γερμανικές).  Τον Αύγουστο του ίδιου έτους σταμάτησαν οι πληρωμές και στις 5 Οκτ 1919 απαγορεύτηκε η εξαγωγή του χρυσού .

 Σε όλη τη χώρα κυριαρχούσε η πείνα ,  η δυστυχία, η ανεργία και οι μεταδοτικές ασθένειες .Το εθνικό εισόδημα σε σχέση με πριν τον πόλεμο είχε μειωθεί κατά 40% και το κατά κεφαλήν εισόδημα με το ζόρι έφθανε τις 100 τουρκικές λίρες(χάρτινες).  Σύμφωνα με τη συνθήκη της ανακωχής  του Μούδρου της 30ης Οκτ 1918 ,  ο τουρκικός στρατός αποστρατεύτηκε[3], πλην της 9ης Στρατιάς (Kars).  Ο  οπλισμός συγκεντρώθηκε σε  αποθήκες  οι οποίες είχαν  κακή φύλαξη ,   με ευθύνη των  αξιωματικών της Αντάτ(Άγγλων- Γάλλων).

Η τριανδρία του Κομιτάτου (Ενβέρ-Ταλάτ και Τζεμάλ πασά) διέφυγε στην Ευρώπη  και ο Σουλτάνος Vahdettin (Mεχμέτ ΣΤ’) όρισε πρωθυπουργό τον Damat Ferit Paşa , πιστό όργανο της Αγγλικής πολιτικής όπως άλλωστε και ο ίδιος .Το στρατιωτικό προσωπικό και ιδιαίτερα οι αξιωματικοί  ήταν απογοητευμένοι αλλά και γεμάτοι λαχτάρα  και θέληση να οργανωθούν για  να ανατρέψουν τη φθίνουσα κατάσταση. Η κομματική οργάνωση του Κομιτάτου των Νεότουρκων  σε όλη τη χώρα έπαιξε σημαντικό ρόλο στη δημιουργία  των διαφόρων  οργανώσεων της τουρκικής εθνικής αντίστασης .

  Μόλις τον Ιαν 1919 ο Νουρεντίν πασά ανέλαβε και τα καθήκοντα του Νομάρχη της περιοχής του Αϊδινίου  ,στην οποία υπάγονταν και η Σμύρνη ,  αντιμετώπισε με σκεπτικισμό  τις πανηγυρικές εκδηλώσεις, κυρίως του ελληνικού πληθυσμού κατά την άφιξη το φθινόπωρο του 1918  των συμμαχικών πολεμικών σκαφών στο λιμάνι της Σμύρνης και ιδιαίτερα της αποστολής του πλοιάρχου Μαυρουδή ,με τον Α/Τ «Λέων» και το πλοίο του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού «Αμφιτρίτη». Στις 17 Μαρτίου 1919 πραγματοποίησε το  συνέδριο της οργάνωσης « Προστασίας του Οθωμανικού Δικαίου»    που σιγά-σιγά  επεκτάθηκε σε όλη την Τουρκία .(φωτο–Λέων) .Ο Νουρεντίν πασά απομακρύνθηκε από τη θέση του,  μετά από τη συνεργασία του Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομου και του πλοιάρχου Μαυρουδή. Δυστυχώς όμως στη Δυτική Μικρά Ασία «είχε πέσει ο σπόρος της τουρκικής εθνικής αντίστασης» και σταδιακά  καθώς πλησίαζε η ημέρα της ελληνικής απόβασης , με πρωτοβουλία ορισμένων αξιωματικών και με οδηγίες από το τουρκικό επιτελείο δημιουργήθηκαν οι πρώτες τουρκικές ομάδες της αντίστασης, που βασίστηκαν στις ομάδες των ληστών και παράνομων που ζούσαν στα βουνά της περιοχής και ονομάζονταν  Ζeybekler(Ζεϊμπέκηδες) .

Ο Ελληνικός Στρατός στην Ιωνία

    Μία στρατιωτική  επιχείρηση  και μάλιστα εκτός των συνόρων μιας χώρας απαιτεί έγκαιρο σχεδιασμό, καλή προετοιμασία των  ενόπλων δυνάμεων και  του λαού για να την  στηρίξει,  σε συνδυασμό με την πλήρη κινητοποίηση του κράτους . Δυστυχώς, η ταχύτης λήψης της απόφασης για την αποστολή του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, η  ασάφεια της αποστολής ( για τους ξένους ήταν ξεκάθαρη –επιβολή της τάξης στο σαντζάκι της  Σμύρνης)  σε σχέση με αυτό που επιθυμούσε η ελληνική κυβέρνηση και ο ελληνικός λαός(προσάρτηση) ,δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τα θλιβερά συμβάντα κατά την απόβαση στη Σμύρνη  και  κατά την επέκταση της κατοχής,  που αμαύρωσαν το γόητρο του Ελληνικού Στρατού.

Οι Έλληνες της Σμύρνης μόλις έμαθαν για την επικείμενη απόβαση, ξεχύθηκαν στους δρόμους και  έβγαλαν τις σημαίες από τα σεντούκια για να τις αναρτήσουν το πρωί. Επίσης οι κάτοικοι από τα κοντινές κωμοπόλεις και τα χωριά άρχισαν να συρρέουν στη Σμύρνη για να υποδεχθούν τον απελευθερωτή Ελληνικό Στρατό. Μαζί με τους καλοπροαίρετους έλληνες  κινητοποιήθηκαν και τα κακοποιά στοιχεία για να δράσουν κατά των τούρκων και των περιουσιακών τους στοιχείων. Μια άλλη μερίδα των κατοίκων της Σμύρνης οι λεγόμενοι Λεβαντίνοι  έβλεπαν με  δυσπιστία την επερχόμενη ελληνική κατοχή, διότι εκτιμούσαν ότι  θα πλήττονταν  τα οικονομικά τους συμφέροντα και θα έχαναν τον έλεγχο του εμπορίου στη Σμύρνη, που ευελπιστούσαν να αποκτήσουν μετά την ήττα της Γερμανίας και την απομάκρυνση των γερμανικών εταιρειών από την  περιοχή.

         Ξημέρωνε η 15η Μαΐου ημέρα Πέμπτη  τα  κατάρτια των  πλοίων που μετέφεραν την 1η Μεραρχία άρχισαν να ξεπροβάλλουν στον ορίζοντα και να προσεγγίζουν τα σημεία της αποβίβασης. Οι σκηνές που ακολούθησαν  θύμιζαν κάτι άλλο εκτός από πολεμική επιχείρηση, αισθήματα αγαλλίασης και εθνικής υπερηφάνειας κυριαρχούσαν στις καρδιές των μέχρι τότε υπόδουλων ελλήνων κατοίκων της Ιωνίας. Αντίθετα πίσω στην τουρκική συνοικία, στο διοικητήριο και  στους  στρατώνες  αισθήματα απογοήτευσης αλλά και  αυξανόμενου  μίσους πλημμύριζαν  τα στήθη  των  επί αιώνες  κατακτητών. Στη γειτονιά των Λεβαντίνων αλλά και σχεδόν σε όλους τους εκπροσώπους  και τους πολίτες των άλλων χωρών κυριαρχούσε η καχυποψία και η ενδόμυχη αμφιβολία για το εγχείρημα της Ελλάδας, ενώ η «σύμμαχος»  Ιταλία απροκάλυπτα συνεργάζονταν με τους τούρκους για την ελληνική αποτυχία.

Αποτέλεσμα  της κακής σχεδίασης και  εκτέλεσης  της επιχείρησης της αποβίβασης  ήταν να  βρεθεί  το  2Ο Τάγμα του  Συντάγματος  ευζώνων μακριά από το σημείο απόβασης το  Κοκάργιαλι(Νότια)  .  Κατόπιν τούτου ο διοικητής του αποφάσισε να προχωρήσει από  την  παραλιακή  κατεύθυνση, αγνοώντας τις συμβουλές του ιδιώτη οδηγού  και να παρελάσει με τα  όπλα «αναρτήσατε» μπροστά από τους τουρκικούς στρατώνες. Μόλις οι  οργανωμένοι τούρκοι αντίκρισαν την ελληνική σημαία  να περνά μπροστά από τους στρατώνες έριξαν πυροβολισμούς,  αμέσως οι εύζωνοι πήραν  θέσεις μάχης και επιτέθηκαν κατά του διοικητηρίου, των στρατώνων και των φυλακών. Συνελήφθησαν σχεδόν όλοι οι στρατιωτικοί και οι υπάλληλοι καθώς και οι ηγέτες  (Νομάρχης, διοικητής 17ου Σώματος στρατού, αξιωματικοί κλπ) και οδηγήθηκαν, όχι με την πρέπουσα συμπεριφορά,  στο πλοίο «Πατρίς.  Ταυτόχρονα ομάδες παρανόμων και πλιατσικολόγων  και από τις δυο πλευρές επιδόθηκαν στο έργο τους. Τα  επεισόδια αστραπιαία, μέσω των τηλέγραφων και των ασυρμάτων των πολεμικών πλοίων, διαδόθηκαν  σε όλη την Ευρώπη και την Τουρκία. Οι  Ιταλοί απαίτησαν την απόβαση  συμμαχικών αποσπασμάτων για την επιβολή της τάξης, αλλά ο ναύαρχος Κάλθροπ αρνήθηκε. Τα επεισόδια μειούμενα συνεχώς κράτησαν μέχρι το μεσημέρι της επόμενης  και έληξαν όταν η ελληνική στρατιωτική διοίκηση επέβαλε την τάξη και ανέλαβε τη διοίκηση της πόλης,  παράλληλα με τις πολιτικές τουρκικές αρχές.

  Ελληνική Διοίκηση  στη Σμύρνη-Επέκταση της Κατοχής

  Η  μορφή της διοίκησης που εφαρμόστηκε στη Σμύρνη, αλλά και στη συνέχεια μετά την άφιξη του ύπατου αρμοστή Αριστείδη Στεργιάδη σε όλη τη  ζώνη της κατοχής,  ήταν μια «περιπλεγμένη κατάσταση»  κατά την οποία διατηρήθηκε η τουρκική πολιτική διοίκηση (εκτός και εντός της ζώνης κατοχής ) που εκπροσωπούσε ο νομάρχης İzzet Bey και οι κατά τόπους έπαρχοι(καϊμακάμηδες), αλλά η ασφάλεια και η τάξη ήταν ευθύνη του ελληνικού στρατού ,  που έπαιρνε εντολές από την ελληνική κυβέρνηση μέσω του Στεργιάδη. Επόμενο ήταν να δημιουργούνται συνεχώς προβλήματα,  αλλά το κυριότερο ήταν ότι,  μέσω της τουρκικής υπαλληλικής αλυσίδας, η τουρκική εθνική αντίσταση είχε πλήρη ενημέρωση για τις κινήσεις και τους σχεδιασμούς του ελληνικού στρατού.

   Ο Στεργιάδης, που έχει ιστορικά κατηγορηθεί και στιγματιστεί σαν «αποδιοπομπαίος τράγος» αν και δεν είχε εμπλοκή στις επιχειρήσεις, επικρίθηκε αυστηρά  κυρίως για  τον τρόπο συμπεριφοράς , τις μεθόδους που ακολούθησε στη διοίκηση και την ανεκτικότητα που έδειξε προς τους αλλοεθνείς. Δεν άφησε γραπτά κείμενα(απομνημονεύματα) παρά μόνο τις διαταγές και τα νομοθετήματα που εξέδωσε για την οργάνωση και τη διοίκηση της κατεχόμενης ζώνης της Δυτικής Μικράς Ασίας, το πολιτιστικό του έργο (ίδρυση Πανεπιστημίου και άλλων ιδρυμάτων) και  την επιτυχή παλιννόστηση 100 χλ και πλέον ελλήνων προσφύγων από τον πρώτο διωγμό. Το έργο του κρίθηκε τεράστιο και τα προβλήματα που κλήθηκε να επιλύσει, ισορροπώντας μεταξύ  των ελλήνων  κατοίκων, των στρατιωτικών, του κλήρου, των συμμάχων και των  τούρκων, πολυποίκιλα  και δυσεπίλυτα. Συμπερασματικά μπορούμε να αναφέρουμε ότι ο Στεργιάδης είναι ίσως ο μόνος έλληνας, μετά τον  Ε. Βενιζέλο, που κατάλαβε ότι η επιτυχία της ελληνικής κατοχής στη Μικρά Ασία εξαρτιόταν αποκλειστικά από τις διαθέσεις αυτών που μας «έσυραν» στην περιπέτεια.

   Η επέκταση της ελληνικής κατοχής στα περίχωρα της Σμύρνης   έγινε χωρίς  ιδιαίτερα  προβλήματα, εκτός από μικρές  συγκρούσεις με τμήματα  άτακτων τούρκων, που είχαν εξοπλιστεί από τις τούρκικες αποθήκες που φύλαγαν οι σύμμαχοι .Καθώς όμως επεκτάθηκε η  ελληνική κατοχή στο  Αϊδίνη(27 Μαΐου-), στις Κυδωνίες(29 Μαΐου-  , στην Πέργαμο(12 Ιουνίου-)  και στη  Μενεμένη(17 Ιουνίου)  , φάνηκε η ανεπάρκεια των δυνάμεων της  1ης Μεραρχίας που αποβιβάστηκε στη Σμύρνη και ο κακός σχεδιασμός της επέκτασης της κατοχής . Οι τούρκοι ανακατέλαβαν προσωρινά την Πέργαμο και το Αϊδίνη, με καταστροφικά αποτελέσματα για τις ζωές και τις περιουσίες των χριστιανών. Κατόπιν αιτήματος του Βενιζέλου στο Παρίσι και μετά από διαβουλεύσεις τριών μηνών ο στρατηγός Μίλν πρότεινε και εγκρίθηκε τον Οκτ 1919 , η ανώτατη γραμμή της ελληνικής κατοχής η λεγόμενη «γραμμή Μίλν» ,  πέραν της οποίας επιτρέπονταν η καταδίωξη των τούρκων αναρτών μέχρι τα 3 χλμ .   

 Το Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο , συνέχεια  των αιματηρών γεγονότων στη Σμύρνη-Πέργαμο-Μενεμένη και στο Αϊδίνη όρισε μια ανακριτική επιτροπή  , στην οποία συμμετείχε από ελληνικής πλευράς χωρίς ψήφο ο συνταγματάρχης Μαζαράκης-Αινιάν. Μετά από ανακρίσεις στις διάφορες περιοχές , η έκθεση της ανακριτικής επιτροπής συντάχθηκε στην Πόλη και  διαβιβάστηκε στο Παρίσι,   όπου συζητήθηκε στο συμβούλιο στις 8 Νοεμβρίου 1919. Γενικά έριχνε  τις μεγαλύτερες ευθύνες στην ελληνική πλευρά  και λίγες στην τουρκική. Το κρίσιμο όμως σημείο της έκθεσης ήταν τα  συμπεράσματα, τα οποία   έδειχναν το διάχυτο αρνητικό κλίμα κατά της ελληνικής κατοχής καθώς και τις δυσμενείς συνθήκες που αντιμετώπιζε ο ελληνικός στρατός.

   Η Εμφάνιση του Ταξίαρχου Κεμάλ –Η Τουρκία Αντιδρά  

Η ιστορία έχει δείξει ότι οι μεγάλοι ηγέτες εμφανίζονται στο προσκήνιο σχεδόν πάντα σε κρίσιμες και διαλυτικές καταστάσεις για τη χώρα τους . Κάτι παρόμοιο  συνέβη και στην περίπτωση του ικανού Ταξιάρχου Μουσταφά Κεμάλ  . Η ανακωχή τον βρήκε στη Συρία και μετά εγκαταστάθηκε στην Πόλη .Είχε άριστες σχέσεις  με τον Οθωμανικό Θρόνο και είχε χρηματίσει υπασπιστής του διαδόχου Vahdettin  όταν είχε επισκεφθεί  τη Γερμανία(τέλη 1917-αρχές 1918). Στην Κωνσταντινούπολη προσπάθησε να αναλάβει κάποια κυβερνητική θέση χωρίς επιτυχία . Συναντήθηκε με στελέχη των αγγλικών μυστικών υπηρεσιών , με ξένους ανταποκριτές , με ρώσους μπολσεβίκους και από τους αρμοστές των συμμάχων μόνο με τον ιταλό κόμη Σφότζα και φυσικά με τον Σουλτάνο . Κατόρθωσε με κατάλληλες διασυνδέσεις να προταθεί σαν επιθεωρητής της 9ης Στρατιάς και αφού του δόθηκε ένα  μικρό επιτελείο αποβιβάστηκε στις 19 Μαΐου 1919  με την έγκριση των βρετανικών στρατιωτικών αρχών στη Σαμψούντα .

  Αρχικά πέτυχε την στήριξη των στρατιωτικών διοικητών της περιοχής με τη διακήρυξη της Αμισού (Amasya)  δίνοντας την εντύπωση ότι  το εγχείρημα που ξεκινούσε είχε τη στήριξη του Σουλτάνου . Στις 25 Μαΐου συναντήθηκε στην Καβησσό  με την ρωσική αντιπροσωπεία και υποσχέθηκε ότι θα εφαρμόσει το σύστημα των Σοβιέτ στη νέα Τουρκία προκειμένου να εξασφαλίσει στρατιωτική και χρηματική βοήθεια(προβολή)  και διεθνή στήριξη  μέσω της Κομιτέρν(3η Διεθνή. Η ρωσική προπαγάνδα τον παρουσίασε σαν τον «επαναστάτη που μάχεται κατά του αγγλικού ιμπεριαλισμού που είχε  όργανο του τον Ε.Σ» . Εκμεταλλευόμενος κατάλληλα το θόρυβο των επεισοδίων στη Σμύρνη και στις άλλες πόλεις και την παρουσία του Ε.Σ. στη δυτική Μικρά Ασία , οργάνωσε συγκεντρώσεις βοηθούμενος από την κομματική οργάνωση των Νεότουρκων τους οποίους αργότερα αποκήρυξε και πέτυχε να αφυπνίσει το εθνικό αίσθημα του τουρκικού λαού . Μέσω των συνεδρίων  του Ερζερούμ (Ιούλιος 1919)  και της Σεβάστειας (Αύγουστος 1919)  επικράτησε πολιτικά και η υποτυπώδη «Εθνική Αντιπροσωπεία» συνέταξε και ενέκρινε  τον (Εθνικό όρκο –Μisak-i Milli) τον οποίο  ψήφισε στη συνέχεια (Ιαν 1920) και η νέα Οθωμανική Βουλή στην Πόλη, που είχε προκύψει από εκλογές σε όλη την Τουρκία, πλην της ζώνης της ελληνικής κατοχής . Μετέφερε τέλη του 1919 ,  το κέντρο δράσης του στην Άγκυρα και  στις 23 Απριλίου  του 1920 ίδρυσε την τουρκική εθνοσυνέλευση  και σχημάτισε την πρώτη  κυβέρνηση κυρίως από φίλους του αξιωματικούς

  Άρχισε επαφές με τους Γάλλους , τους  Ιταλούς , τους αμερικάνους και με στρατιωτικούς της Μ. Βρετανίας . Πέτυχε με τη βοήθεια του κούρδου στρατηγού Καζίμ Καραμπεκίρ  να νικήσει του Αρμένιους και να υπογράψει συμφωνίες εκτός από τη Ρωσία (16 Μαρτίου 1921-Δ29) με την Γεωργία , το Αζερμπαϊτζάν , την Αρμενία και τελευταία με τη Γαλλία και την Ουκρανία . Ταυτόχρονα με μια συντονισμένη επιχείρηση με αρχηγό τον Νουρεντίν πασά και εκτελεστικό όργανο τον Τοπάλ Οσμάν) εφάρμοσε μια συστηματική γενοκτονία κατά των Ποντίων Ελλήνων με εκτελέσεις και μαζικές εκτοπίσεις μέχρι τις ερήμους της Συρίας. Τους θεωρούσε απειλή στα μετόπισθεν, αλλά  το κυριότερο ήθελε να πετύχει τον έλεγχο των λιμανιών  του Πόντου για να μεταφερθεί η ρωσική βοήθεια .Παράλληλα εντός του 1920 εξουδετέρωσε όλες τις εσωτερικές επαναστάσεις , των κούρδων , των ανταρτικών ομάδων που ήταν πιστοί στο Σουλτάνο  και  ανάγκασε πολλούς απ’ αυτούς  να ενταχθούν στο νέο στρατό που συγκρότησε , αφού ο σκελετός της  οργάνωσης υπήρχε και οι αποθήκες που φυλάσσονταν ο οθωμανικός οπλισμός ήταν εύκολη υπόθεση για την τουρκική εθνική αντίσταση .

 Έχοντας εξασφαλίσει τα μετόπισθεν  και το  νότιο πλευρό του μετά την ήττα των Γάλλων  στην Κιλικία ,  είχε όλη πια την ευχέρεια ενισχύοντας και αυξάνοντας τον στρατό του , να αντιμετωπίσει τον Ε.Σ., που ήταν «ακινητοποιημένος» από  τον Ιούνιο του 1919 μέχρι τον Ιούνιο  του 1920 . Ένας χρόνος πήγε χαμένος για τον Ε.Σ. , που αν είχε τη συμμαχική στήριξη το καλοκαίρι του 1919 , με μια προέλαση θα έθετε τέρμα στα σχέδια του Κεμάλ .Η αδυναμία της κυβέρνησης του Σουλτάνου να επιβληθεί στο επαναστατικό κίνημα του Κεμάλ ανάγκασε τους συμμάχους στις 16 Μαρτίου 1920 να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη και να κυβερνούν ουσιαστικά στο μικρό κομμάτι γης γύρω από τα Στενά. Ο  ανώτατος θρησκευτικός ηγέτης εξέδωσε φετβά για τη  θανατική καταδίκη  του Κεμάλ , που ήδη είχε παραιτηθεί από το στρατό και  των στενών συνεργατών του  . Ο δε Κεμάλ  κήρυξε το Σουλτάνο και την κυβέρνηση του αιχμαλώτους της Αντάτ και ανίκανους να προστατέψουν τα συμφέροντα του τουρκικού λαού. Η κατάληψη της Πόλης από τα συμμαχικά στρατεύματα και η εξορία των ηγετικών στελεχών των κυβερνήσεων των Νεότουρκων στη Μάλτα, επέδρασε αρνητικά στα αποστρατευμένα στελέχη του τουρκικού στρατού, τα οποία μαζικά τότε  εντάχθηκαν στον στρατό του Κεμάλ .

  Συνθήκη των Σεβρών –Εκλογές 1 Νοεμβρίου 1920

  Μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλλιών τον Ιούνιο του 1919 με τη Γερμανία και τη Συνθήκη του Νεϊγύ το Νοεμβριό του ίδιου έτους με τη Βουλγαρία , η Γαλλία θέλησε να αποσυρθεί από τη Θράκη και ο Ε.Σ. κατέλαβε τη Δυτική θράκη τον Οκτ 1919 και την άνοιξη του 1920 την Ανατολική θράκη, μέχρι την ουδέτερη συμμαχική ζώνη των Στενών . Ο Κεμάλ εν τω μεταξύ αναθάρρησε και αφού νίκησε τα σουλτανικά στρατεύματα ,  επιτέθηκε στα αγγλικά στρατεύματα στη Νικομήδεια και οι σύμμαχοι αναγκάστηκαν να ζητήσουν μια μεραρχία από την Ελλάδα για προστασία  και να επιτρέψουν τη μερική προέλαση του Ε.Σ. . Η ελληνική ζώνη επεκτάθηκε το καλοκαίρι του 1920  μέχρι  τη γραμμή Πάνορμο-Προύσα-Σόμα-Φιλαδέλφεια –Ουσάκ . Η δύναμη του στρατού στη Μικρά Ασία έφτασε περίπου στις 75 χλ  και η εμπλοκή της ελληνικής διοίκησης Σμύρνης επεκτάθηκε σημαντικά.

 Την ίδια περίοδο και συγκεκριμένα τον Απρίλιο του 1920 στο Σαν Ρέμο οι πρωθυπουργοί της  Μ. Βρετανίας-Γαλλίας-Ιταλίας συμφώνησαν και συντάχθηκε το προσχέδιο της Συνθήκης των Σεβρών το οποίο δόθηκε στην αντιπροσωπεία της κυβέρνησης του Σουλτάνου. Ξεσηκώθηκε θύελλα στην Τουρκία , ενώ  μετά την ήττα των γάλλων στη Κιλικία από το στρατό του Κεμάλ υπογράφτηκε 20ήμερη ανακωχή , που αποτέλεσε την πρώτη διεθνή πράξη και την  έμμεση αναγνώριση της κυβέρνησης της Άγκυρας . Η απάντηση της σουλτανικής κυβέρνησης καθυστερούσε ,  με την πρόφαση της ανάγκης  αποδοχής των όρων της συνθήκης  και από την Άγκυρα . Στη Βουλώνη  τον Ιούνιο  συζητήθηκε το θέμα,  ποιος θα εφαρμόσει στρατιωτικά τη Συνθήκη ειρήνης με την Τουρκία,  με δεδομένη την άρνηση των συμμάχων να υποστούν νέες θυσίες για τα κεκτημένα τους. Κλήθηκε ο Ε. Βενιζέλος και δήλωσε  ότι ο Ε.Σ. είχε τη δυνατότητα να επιβάλει στρατιωτικά τη Συνθήκη των Σεβρών,  χωρίς να θέσει τουλάχιστον το θέμα της οικονομικής συνδρομής . Στο Σπά του Βελγίου τον Ιούλιο ο  ιταλός ΥΠΕΞ  κόμης Σφόρτζα επέμεινε για ελάφρυνση των όρων της Συνθήκης και ο Βενιζέλος που ήταν παρών  κατόρθωσε να πείσει τους συμμάχους ότι ο Ε.Σ. θα επέβαλε στρατιωτικά τη Συνθήκη η οποία  τελικά υπογράφτηκε στις 10 Αυγούστου στις Σέβρες.

  Δυστυχώς οι εξελίξεις στο πεδίο της μάχης διέψευσαν τον Εθνάρχη , αν και αυτός ζούσε πια αυτοεξόριστος στη Γαλλία και την προσπάθεια επιβολής της Συνθήκης είχε αναλάβει η κυβέρνηση του Λαϊκού κόμματος, που κέρδισε τις εκλογές της 1 Νοεμβρίου1920 , με την υπόσχεση να τερματίσει τον πόλεμο. Γιατί προχώρησε σε εκλογές ο Ε. Βενιζέλος με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού σε εκστρατεία ακόμη και σήμερα δεν έχει δοθεί πειστική απάντηση. Τρεις απόψεις έχουν αναφερθεί και οι οποίες φαίνονται στην προβολή . Η νέα κυβέρνηση επανέφερε  στο Θρόνο το Βασιλιά Κωνσταντίνο μετά από το  δημοψήφισμα της  5ης  Δεκ 1920, ο οποίος αν και γνώριζε τις αρνητικές διαθέσεις κυρίως της Γαλλίας και Ιταλίας δεν είχε το σθένος να παραιτηθεί υπέρ του διαδόχου Γεωργίου . Νωρίτερα στις 28 Νοε είχαν συγκεντρωθεί στο Λονδίνο οι εκπρόσωποι των συμμάχων και  συνέταξαν την πρώτη  διακοίνωση της συμμαχίας της 3  Δεκ 1920 προς της Ελλάδα η οποία ήταν διάγγελμα-απειλή  προς τον ελληνικό λαό πριν το δημοψήφισμα . Κήρυξαν την ουδετερότητα τους έναντι των εμπόλεμων , ουσιαστικά οι Γαλλία-Ιταλία, όπως προαναφέραμε συνεργάζονταν με τον Κεμάλ  και βρήκαν την ευκαιρία μετά την άρση του αγγλικού ναυτικού αποκλεισμού στη Μαύρη Θάλασσα να απαγορέψουν τις νηοψίες των εμπορικών πλοίων που έφεραν τη σημαία τους και μετέφεραν στρατιωτικά υλικά στα νότια λιμάνια  της Τουρκίας . Την επόμενη μέρα(4 Δεκ 1920)  συντάχθηκε η δεύτερη  διακοίνωση για τον οικονομικό αποκλεισμό της Ελλάδας από τις προληπτικές πιστώσεις 1918-19  , που είχαν χρησιμοποιηθεί για να εκδοθεί χρήμα, προκειμένου να συντηρηθεί  ο στρατός  της Αντάτ στη Μακεδονία .

 Το περιεχόμενο και των δύο διακοινώσεων ήταν μια   «καθαρή συναλλαγή  στις πλάτες του ελληνικού λαού και στις λόγχες των ελλήνων στρατιωτών στα χαρακώματα από την Πάνορμο μέχρι το Αϊδίνη». Η επιστροφή του Κωνσταντίνου ήταν κυρίως για Γαλλία-Ιταλία , η «διπλωματική δικαιολόγηση» της εχθρικής συμπεριφοράς τους προς τη χώρα μας ,στην προσπάθεια τους να αντιμετωπίσουν την βρετανική ιμπεριαλιστική πολιτική στην ευρύτερη περιοχή . Έδεναν τα χέρια της νέας κυβέρνησης, που δεν είχε το πολιτικό σθένος να εφαρμόσει την προεκλογική της δέσμευση  και την υποχρέωσαν να συνεχίζει να θυσιάζει το αίμα των ελλήνων αξιωματικών και οπλιτών χωρίς οικονομική βοήθεια  , για να εφαρμοστεί  στην πράξη μια Συνθήκη , που ούτε καν είχαν επικυρώσει στα κοινοβούλια τους. Παράλληλα έκαναν σχέδια και επαφές με το επαναστατικό κίνημα του Κεμάλ , πως θα δράσουν αν αποτύχει,  όπως και τελικά απέτυχε η Ελλάδα στη Μικρά Ασία . Οι σύμμαχοι έδειξαν  μια στυγνή κυνικότητα προς ικανοποίηση των συμφερόντων τους , οι υπόλοιπες δικαιολογίες που αναφέρθηκαν τότε και έκτοτε αναπαράγονται είναι απλώς για να την καλύψουν. Είτε κέρδιζε το κόμμα των Φιλελευθέρων είτε το Λαϊκό κόμμα και το οποίο επανέφερε τον εξόριστο Βασιλιά η καταστροφή των δυνάμεων  του Κεμάλ , ήταν ένα δύσκολο εγχείρημα , μετά  τις εξελίξεις που είχαμε στην αντίπαλη πλευρά .

 

Επιθετικές Επιχειρήσεις –Αλλαγές στη Στρατιά Μικράς Ασίας  

Η επιλογή της νέας κυβέρνησης για τη θέση του αρχηγού της Στρατιάς Μικράς Ασίας , μπορεί να ικανοποίησε τους  φιλοβασιλικούς  διότι ο Α. Παπούλας είχε φυλακισθεί από την κυβέρνηση Βενιζέλου σαν αρχηγός των βασιλικών παραστρατιωτικών ομάδων, αλλά προερχόμενος από την τάξη των υπαξιωματικών , είχε μεν  διακριθεί στους βαλκανικούς πολέμους για την τόλμη του και τον ηρωισμό του,  στερούνταν όμως  επιτελικής πείρας. Η αλλαγή των  διοικητών και των  επιτελών σταδιακά επεκτάθηκε σ’ όλη την Στρατιά , συγκεκριμένα αντικαταστάθηκαν σχεδόν όλοι οι διοικητές των Σωμάτων , Μεραρχιών αλλά και πολλών συνταγμάτων-ταγμάτων  με αξιωματικούς που είχαν να πολεμήσουν από τους Βαλκανικούς πολέμους 1912-13  και δεν είχαν παρακολουθήσει τις εξελίξεις , σε μέσα και τεχνικές,  που έφερε ο Μεγάλος πόλεμος ( επανήλθαν περίπου 1500 απότακτοι) Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι όλοι ήταν ανίκανοι να διοικήσουν και να κατευθύνουν τις πολεμικές επιχειρήσεις, αλλά δυστυχώς  ορισμένοι  παρουσίασαν ελλείψεις και το χειρότερο μέσα στις μονάδες δημιουργήθηκε αντιπαλότητα με τους βενιζελικούς  αξιωματικούς,  που υποδαύλιζε ο τύπος  στη Σμύρνη , στην Πόλη και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Παράλληλα περίπου πεντακόσιοι βενιζελικοί αξιωματικοί παραιτήθηκαν ή οδηγήθηκαν στην αποστράτευση  και περίπου τριακόσιοι απ’ αυτούς  με τις οικογένειες των εγκαταστάθηκαν στην Πόλη , όπου προσπάθησαν να οργανώσουν μια νέα «Εθνική Άμυνα» όπως το 1916 στη Θεσσαλονίκη. Το μίσος  τους και οι ενέργειες των κατά της νέας κυβέρνησης και της Στρατιάς Μικράς Ασίας(δημοσιεύματα , εκδηλώσεις κλπ) τα εκμεταλλεύτηκε η  προπαγάνδα των τούρκων , που στόχευε στη μείωση του ηθικού του Ε.Σ. Η επιθετική αναγνώριση που ζήτησε και εκτέλεσε η Στρατιά στις αρχές Ιανουάριου 1921  κατέληξε στη διαπίστωση ότι  η εποχή των άτακτων ομάδων σε συνεργασία με τα υπολείμματα του οθωμανικού στρατού ανήκε πια στο παρελθόν. Ένας οργανωμένος στρατός , με ελλείψεις  φυσικά αλλά με υψηλό ηθικό και αγωνιστικό πνεύμα ήταν απέναντι στη Στρατιά της Μικράς Ασίας.

  Η ελληνική αντιπροσωπεία,  με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Ν. Καλογερόπουλο στην οποία αργότερα προστέθηκε και ο υπουργός στρατιωτικών Δ. Γούναρης που εκπροσωπούσε την πλειοψηφία στη Βουλή , κατά τη διάσκεψη στο Λονδίνο τέλη Φεβ-αρχές Μαρ 1921 για την επίτευξη ειρήνης  φάνηκε κατώτερη των περιστάσεων . Η Τουρκία αν και είχε δυο αντιπροσωπείες , τελικά ο εκπρόσωπος της Άγκυρας Bekir Sami διαπραγματεύονταν μόνος του  με τις οδηγίες του ιταλού ΥΠΕΞ κόμη Σφόρτζα και βρήκε την ευκαιρία να παρουσιάσει τον «Εθνικό Όρκο» και  να υπογράψει συμφωνίες με τη Γαλλία και την Ιταλία, που τελικά απέρριψε η τουρκική βουλή. Η Χώρα μας επέμεινε στη συνθήκη των Σεβρών με ομόφωνη απόφαση της Βουλής και ο στρατιωτικός σύμβουλος της ελληνικής αντιπροσωπείας ο υπαρχηγός του επιτελείου της Στρατιάς συνταγματάρχης Σαρηγιάννης , υποτίμησε τελείως τον αντίπαλο και υπερτίμησε τις δυνατότητες της Στρατιάς και έπεσε » η χώρα μας στην «παγίδα,  που είχε ετοιμάσει ο Λούντ Τζωρτζ , δηλαδή  να συνεχιστεί ο πόλεμος  χωρίς οικονομική βοήθεια και συνδρομή  . Ο Δ. Γούναρης  δεν είχε το πολιτικό σθένος να ακολουθήσει τη συμβουλή του αντιπάλου του Ε. Βενιζέλου , που νωρίτερα είχε φτάσει στο Λονδίνο και είχε συναντηθεί με τον άγγλο πρωθυπουργό , δηλαδή  να συμπτυχθεί και να οργανωθεί αμυντικά η Στρατιά στα όρια της συνθήκης των Σεβρών . Μια εξέλιξη που θα ανάγκαζε τους συμμάχους να αλλάξουν πολιτική και να εμπλακούν αν ήθελαν να σώσουν τα κεκτημένα τους.

   Η εντολή για εσπευσμένη προέλαση χωρίς ουσιαστική ενίσχυση της Στρατιάς δόθηκε από το Λονδίνο και ξεκίνησε  από την  Προύσα προς Δορύλαιο(Εσκή Σεχίρ)  και από το Ουσάκ προς Αφιόν Καραχισάρ , με 7 μεραρχίες και μια ταξιαρχία ιππικού. Ο Οι επιχειρήσεις ξεκίνησαν και στα δύο μέτωπα στις 23 Μαρτίου και ολοκληρώθηκαν 13 Απριλίου χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα , καθ’ όσον η Στρατιά αναγκάστηκε να επιστρέψει στις αρχικές θέσεις . Ήταν η πρώτη ήττα για τη Στρατιά στη Μικρά Ασία και  είχε σοβαρό αντίκτυπο στο εξωτερικό, διότι  επιτάχυνε τις ενέργειες για την παροχή της ρωσικής βοήθειας και τη συνέχιση των  συνομιλιών του Κεμάλ  με τη Γαλλία και την Ιταλία . Επαληθεύτηκε  δε η γνώμη του γάλλου στρατάρχη Φος , που είχε περιλάβει σε υπόμνημα προς το συμμαχικό συμβούλιο το  Μάρτιο του 1920 , ότι απαιτούνταν 27 μεραρχίες για την κατάληψη της Μικράς Ασίας.

   Στο Λονδίνο η αγγλική κυβέρνηση θορυβήθηκε και έψαχνε τρόπους εξόδου από το αδιέξοδο,  το οποίο ενίσχυε την αδιαλλαξία του Κεμάλ και έθετε σε κίνδυνο ακόμη και τα λιγοστά αγγλικά στρατεύματα στη Μεσοποταμία. Μόνη λύση η ελάφρυνση των όρων της συνθήκης των Σεβρών προκειμένου να επιτευχθεί ειρήνη. Η ελληνική κυβέρνηση φοβούμενη τυχόν αλλαγή της αγγλικής πολιτικής  «ανέθεσε εν λευκώ την προάσπιση των συμφερόντων της στη Μικρά Ασία στους συμμάχους» . Πάλι ο Βενιζέλος  κλήθηκε στο Λονδίνο και  πρότεινε τη σύμπτυξη και την άμυνα στα όρια της συνθήκης των Σεβρών, αλλά με άλλη διοίκηση στη Στρατιά  και με ενίσχυση της από τους συμμάχους. Σε επιστολή του δε προς το στρατηγό Δαγκλή στις αρχές Ιουλίου 1921 τόνιζε  «στρατιωτική νίκη ημών ήτις θα υπέτασσε τον εχθρόν εις την θέλησιν μας και θα τον υποχρέωνε να υπογράψει αποκλείεται απολύτως δια πάντα έχοντα ακόμη σώας τας φρένας».

  Στην Αθήνα η έλλειψη εμπιστοσύνης προς τη διοίκηση και το επιτελείο της Στρατιάς μεγάλωσε  και ζητήθηκε λύση με τον απόστρατο Ι. Μεταξά ο οποίος αρνήθηκε , διότι εποφθαλμιούσε τη θέση του υπουργού στρατιωτικών την οποία ο Γούναρης δεν την έδινε . Το επιτελείο στην Αθήνα αλλά και ο υπασπιστής του Βασιλιά Β. Δούσμανης, με υπομνήματά τους τόνιζαν τον κίνδυνο της καταστροφής από τη συνέχιση των επιχειρήσεων . Η κυβέρνηση παγιδευμένη και ανίκανη να πάρει γενναίες αποφάσεις , τουλάχιστον να σώσει την Ανατολική Θράκη ,  αποφάσισε την ενίσχυση της Στρατιάς με την στράτευση έξι παλιών κλάσεων  και την παρουσία του Βασιλιά Κωνσταντίνου με το επιτελείο στη Σμύρνη. Τέλη Μαΐου 1921 έφτασε στη Σμύρνη ο Βασιλιάς με τη συνοδεία του , η παρουσία του ήταν συμβολική για την ενίσχυση του ηθικού του στρατού,  οι αρμοδιότητες σχεδίασης και εκτέλεσης των επιχειρήσεων παρέμειναν στην κυβέρνηση και στη Στρατιά.  Η δύναμη των αντιπάλων τέλη Ιουνίου φαίνεται στην προβολή .

   Η επίθεση ξεκίνησε και στα δυο μέτωπα στις 11 Ιουλίου,  καταλήφθηκαν διαδοχικά το Αφιόν Καραχισάρ (13 Ιουλίου-) , η Κιουτάχεια (17 Ιουλίου- ) και το Δορύλαιο(19 Ιουλίου- Ο Ισμέτ πασά κάλεσε στο μέτωπο του Δορύλαιου τον Κεμάλ ο οποίος διέταξε την οπισθοχώρηση στο Σαγγάριο εγκαταλείποντας μια τεράστια έκταση . Η νίκη που επιτεύχθηκε  από τη Στρατιά  ήταν κεφαλαιώδους σημασίας , αλλά όχι αποφασιστική ώστε να καταστραφεί ο τουρκικός στρατός . Η διοίκηση του οποίου αντιλήφθηκε το σχέδιο της Στρατιάς για την κύκλωση και την καταστροφή και έγκαιρα εκμεταλλευόμενη τη σιδηροδρομική γραμμή προς Άγκυρα εγκατέλειψε το μέτωπο . Στη διαχείριση της ήττας αυτής ο Κεμάλ αντιμετώπισε κριτική στη Βουλή . Κατόρθωσε όμως να την παρουσιάσει σαν «τακτική οπισθοχώρηση» , παρά τη μαζική λιποταξία 30 χλ και πλέον στρατιωτών και την εγκατάλειψη μιας τεράστιας έκτασης . Κατόπιν  σχετικής πρότασης φίλου του βουλευτή, η Βουλή του παραχώρησε  την αρχιστρατηγία και  τις  έκτακτες εξουσίες που ζήτησε  για ένα τρίμηνο. Στις 7-8 Αυγούστου 1921 ψηφίστηκε ο νόμος για τη συμβολή  λαού στην εθνική προσπάθεια(Tekalif-i Milliye Emirleri)  που περιλάμβανε επίταξη όλων των όπλων , πυρομαχικών , υλικών , εφοδίων , κτηνών , οχημάτων  και τη σύσταση έκτακτων στρατοδικείων για τους λιποτάκτες και μη συμμορφούμενους στις επιτάξεις .

 Προέλαση-Επίθεση  στο Σαγγάριο

  Στην Αθήνα και στη Σμύρνη επικρατούσε πανηγυρική ατμόσφαιρα  , στην οποία συνέβαλαν οι  υπερβολές  του τύπου αλλά και η  έκθεση που συνέταξε και δημοσιοποίησε ο στρατιωτικός σύμβουλος της κυβέρνησης και υπαρχηγός του Επιτελείου υποστράτηγος Ξ. Στρατηγός .Μια έκθεση που παραγνώριζε ότι ο τουρκικός στρατός δεν είχε καταστραφεί και είχε πάρει την απόφαση να αμυνθεί στο Σαγγάριο ,  300 χλμ από το Δορύλαιο  και 600 χλμ από τη Σμύρνη Ήταν προφανές ότι το αδιέξοδο παρέμεινε , ο Κεμάλ απέρριπτε κάθε  μεσολάβηση και ο πρωθυπουργός Γούναρης,  αφού είχε συζητήσει με τα μέλη της κυβέρνησης και είχε αποφασίσει τη συνέχιση των επιχειρήσεων, έφτασε στη Κιουτάχεια αρχές του Ιουλίου 1921 . Στο μοιραίο Πολεμικό Συμβούλιο της 28ης Ιουλίου , παρά την διστακτικότητα του αρχηγού της Στρατιάς και του επιτελείου της ,  την «εκκωφαντική σιωπή του Ανώτατου άρχοντα» , η  επιμονή της κυβέρνησης επικράτησε και  εδώ μπορούμε να πούμε ότι κρίθηκε το μέλλον του ελληνισμού της Μικράς Ασίας . Η  απόφαση, για την προέλαση  του Ε.Σ.,  μέσα από το καμίνι της Αλμυρής ερήμου και τα άδενδρα πεδία της Ανατολής στα λασπωμένα και αδιάβατα  νερά του Σαγγαρίου και από εκεί στις γρανιτώδεις κορυφές των βουνών που έφραζαν και προστάτευαν την Άγκυρα , λήφθηκε ομόφωνα . Το υπόμνημα της Στρατιάς για την επιχείρηση  από μόνο του δείχνει την αβεβαιότητα και την έλλειψη πίστης της ηγεσίας της Στρατιάς στην αποστολή και αν αληθεύει ότι υποχώρησε έναντι της απαίτησης του πρωθυπουργού , αφού έκρινε την επιχείρηση επικίνδυνη έπρεπε να παραιτηθεί . Αλλά και η στάση του Βασιλιά Κωνσταντίνου , με τόση πολεμική και επιτελική εμπειρία ήταν ασύμβατη με την ιδιότητα του Ανώτατου άρχοντα και έπρεπε να πάρει σαφή θέση .

Η προέλαση της Στρατιάς, η μεγαλύτερη εκστρατεία από την  εποχή  του Μεγάλου Αλεξάνδρου, άρχισε στις 14  Αυγούστου 1921  Μια τεράστια δύναμη , κινήθηκε για 7-8 μέρες  σ’ ένα αφιλόξενο έδαφος , με  προβληματικό εφοδιασμό  ,που συμπληρώνονταν από ντόπιους πόρους . Το πρόβλημα του νερού λόγω ζέστης ήταν τεράστιο , δεν επαρκούσε και οι πηγές και τα πηγάδια  δεν υπήρχαν και αν βρισκόταν ήταν μολυσμένα . Την ημέρα η  υψηλή θερμοκρασία  και το άδενδρο της περιοχής έκανε τις ημερήσιες πορείες 40-45χλμ μαρτύριο . Παρ’ όλα αυτά με ένα υψηλό ηθικό και με το τραγούδι στα χείλια προχωρούσαν,  για να φτάσουν στην «κόκκινη μηλιά» των παραμυθιών  των  παππούδων και των γιαγιάδων. Από 23 Αυγούστου  μέχρι 6  Σεπτεμβρίου  ο Ε.Σ. έδωσε ένα τιτάνιο αγώνα εναντίον ενός αντίπαλου που μάχονταν πεισματικά για κάθε σπιθαμή εδάφους. Οι αντεπιθέσεις του ήταν συνεχείς αλλά τελικά εκδιώχθηκε από την αμυντική τοποθεσία και πέρασε στη δεύτερη.Η κρισιμότερη ημέρα για την τουρκική άμυνα  ήταν η 26ηΑυγούστου(13 Αυγ π.η.) κατά την οποία οι μονάδες στο αριστερό της αμυντικής τοποθεσίας , λόγω της ορμητικής επίθεσης του Β’Σ.Σ. για την κατάληψη του Καλέ Γκρότο οπισθοχώρησαν άτακτα και δημιουργήθηκε πανικός και ο Κεμάλ πέφτοντας από το άλογο είχε τραυματιστεί ελαφρά και ήταν στο νοσοκομείο .Δυστυχώς η λάθος πληροφόρηση , οι αντικρουόμενες διαταγές που εξέδιδε η Στρατιά ,οι λανθασμένες πρωτοβουλίες διοικητών σχηματισμών , η έλλειψη έγκαιρου εφοδιασμού σε τρόφιμα και πυρομαχικά , η έλλειψη εφεδρείας στα χέρια της Στρατιάς, δεν επέτρεψαν  την εκμετάλλευση των επιτυχιών στο δεξιό(Β’Σ.Σ.) και στο αριστερό με την  VII μεραρχία (πρώην Αρχιπελάγους και τώρα 98 ΑΔΤΕ ), η οποία  έφτασε μέχρι το Πολατλί . Η διαταγή της 16 Σεπ 1921  για τη σύμπτυξη και την αμυντική εγκατάσταση στο μέτωπο του Αφιόν Καραχισάρ-Δορύλαιο  έφερε  θλίψη , κατήφεια και πόνο στους αξιωματικούς και στρατιώτες ,που πολέμησαν ηρωικά και με αυταπάρνηση κάτω από δύσκολες συνθήκες χωρίς αντίκρισμα .Ήταν αναγκασμένοι να εγκαταλείψουν το πεδίο της μάχης αφήνοντας  στις πλαγιές και στις κορυφές των  Ταμπούρογλου , Σαπάντζα , Καλέ Γκρότο , Πολατλί , Αρντίζ Ντάγ και Τσάλ Ντάγ  εκατοντάδες  νεκρούς. Από τη στιγμή εκείνη άρχισε να τρέχει ο χρόνος αντίστροφα  για το μοιραίο τέλος της μικρασιατικής εκστρατείας , που συμπαρέσυρε και ξερίζωσε τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας .    [4]

         Διάσπαση του Μετώπου –Καταστροφή-Πυρπόληση της Σμύρνης

  Στην Αθήνα , παρά τους πανηγυρισμούς  και τις δεξιώσεις κατά την υποδοχή του Βασιλιά από το μέτωπο το  Σεπ 1921  , στην κυβέρνηση επικράτησε κατήφεια και σκεπτικισμός  με καίριο ερώτημα , πως θα γίνει η  απεμπλοκή από τη Μικρά Ασία  και να διατηρήσει η Ελλάδα έστω τη Θράκη και κάποια κεκτημένα στην περιοχή της Σμύρνης, για την προστασία των Ελλήνων . Επιβαρυντικό στοιχείο  ήταν η άθλια οικονομική κατάσταση της χώρας , που αντανακλούσε στη  Στρατιά Μικράς Ασίας και συγκεκριμένα στον εφοδιασμό , στις πληρωμές , στις προμήθειες νέων πολεμικών μέσων και πυρομαχικών . Ο πρωθυπουργός Δ. Γούναρης μαζί  με τον υπουργό εξωτερικών Μπαλτατζή αναχώρησαν στις αρχές Οκτ 1921  για την Ευρώπη, προκειμένου να  επιτύχουν μια διπλωματική λύση στο μικρασιατικό και ταυτόχρονα να επιλύσουν το οξύ οικονομικό πρόβλημα  .  Οι επαφές κυρίως στο Λονδίνο δεν απέφεραν  κάτι ουσιαστικό  παρά μόνο υποσχέσεις, ο  δε Κεμάλ  χρησιμοποιούσε τις διπλωματικές πρωτοβουλίες για να κερδίσει χρόνο και να προετοιμαστεί  καλύτερα . Στο  οικονομικό θέμα ο άγγλος υπουργός οικονομικών τους  παρέπεμψε στην αγορά του Λονδίνου,  η οποία έδειξε πλήρη αδιαφορία .

  Η ελληνική κυβέρνηση  άλλαξε γνώμη  στο θέμα της εκκένωσης της Μικράς Ασίας, αφενός διότι αναζητούσε μια καλύτερη λύση και αφετέρου διότι  θορυβήθηκε από τη δυσαρέσκεια που εκδηλώθηκε στο λαό και στο στρατό. Τη δύσκολη αυτή περίοδο από την ημέρα  της επιστροφής από το Σαγγάριο (Σεπ 1921 ) και της αμυντικής εγκατάστασης της Στρατιάς στο τεράστιο μέτωπο   , μήκους πάνω από 700 χλ από την Κίο μέχρι τις  εκβολές του Μαιάνδρου ποταμού στο Αιγαίο,  που κάλυπτε μια έκταση 800 χλ τετρ. χλμ, ,  μέχρι την έναρξη της τουρκικής επίθεσης σχεδιάστηκαν και  οργανώθηκαν δύο προσπάθειες ,  που εάν υλοποιούνταν σωστά , πιθανόν να απέτρεπαν την καταστροφή . Θα πρέπει όμως παράλληλα να επισημανθεί  ότι η απορρόφηση της κυβέρνησης και κυρίως της Στρατιάς σε αυτά τα σχέδια , είχε σαν αποτέλεσμα να παραμεληθεί η σωστή και ολοκληρωμένη αμυντική οργάνωση του μετώπου ή τουλάχιστον η σύμπτυξη και η οργάνωση ενός άλλου μετώπου πλησιέστερα στη Σμύρνη .

  Η πρώτη προσπάθεια αφορούσε την αυτονόμηση της Ιωνίας(, η οποία ξεκίνησε με πρωτοβουλία της Εθνικής Άμυνας της Πόλης και τη δημιουργία  ξεχωριστής αντίστοιχης οργάνωσης στη Σμύρνη τον Οκτ 1921 με τίτλο «Μικρασιατική Άμυνα» . Δυστυχώς ο μόνος κατάλληλος να ηγηθεί της προσπάθειας ο  Στεργιάδης αρνήθηκε και ο δεύτερος που προτάθηκε σαν αρχηγός, ο διοικητής της Στρατιάς Α. Παπούλας δεν είχε την εμπιστοσύνη του Ε. Βενιζέλου και επιπρόσθετα επιθυμούσε την συγκατάθεση της Αθήνας  . Οι διαβουλεύσεις στην Αθήνα , στη Σμύρνη και στην Κωνσταντινούπολη δεν έφεραν αποτέλεσμα,  διότι η μεν κυβέρνηση δυσπιστούσε θεωρώντας την κίνηση σαν προσπάθεια επανόδου του Βενιζέλου στην εξουσία , ο δε Βενιζέλος σαν προσπάθεια διάσωσης του Θρόνου .  Ανεξάρτητα από τις αντιλήψεις των δύο αντίπαλων πόλων , αυτό καθ’ αυτό το εγχείρημα ήταν δύσκολο,  διότι υπήρχε στενή επαφή με το αντίπαλο και οποιαδήποτε κίνηση στο μέτωπο θα προκαλούσε την τουρκική επίθεση.

Η αποτυχία του σχεδίου οδήγησε στην παραίτηση του  αρχηγού  της Στρατιάς τέλη Μαΐου   1922  και στη θέση του τοποθετήθηκε ο αντιστράτηγος Χατζανέστης , ένας σκληρός και ονειροπόλος αξιωματικός . Αφού επιθεώρησε το μέτωπο χωρίς να του πούνε οι διοικητές  την αλήθεια για την κατάσταση του ,  εγκλωβίστηκε στο σχέδιο του  για την  κατάληψη  της Κωνσταντινούπολης  και παραμέλησε και αυτός  την οργάνωση της άμυνας,  αν και  οι πληροφορίες  έδειχναν ότι πλησίαζε  η έναρξη της   τουρκικής  επίθεσης  και είχε  προσωρινά  λυθεί  το οικονομικό πρόβλημα,  από τον υπουργό οικονομικών Π. Πρωτοπαπαδάκη και πρωθυπουργό από τις αρχές του Ιουνίου ,   με το αναγκαστικό  εσωτερικό δάνειο ύψους  1,6 δις  δραχμές.

    Σε λίγο χρονικό διάστημα  οργανώθηκε και προετοιμάστηκε με μυστικότητα ένας στρατός στην Ανατολική Θράκη  πάνω από 50 χλ , έτοιμος να βαδίσει προς την Πόλη, αλλά  η ελληνική κυβέρνηση το βράδυ 28/29 Ιουλίου 1922 ακύρωσε  την  επιχείρηση , που πιθανόν  να άλλαζε τη φορά των πραγμάτων  και να αποφεύγονταν η καταστροφή . Για μια ακόμη φορά  η πολιτική ηγεσία της χώρας  δίστασε να λάβει την κρίσιμη και σημαντική απόφαση, φοβούμενη τις συμμαχικές αντιδράσεις  .  Δεν είχε  το σθένος  που απαιτούνταν για μια τέτοια απόφαση , αλλά  ούτε  και το διπλωματικό εκτόπισμα να εξασφαλίσει έστω την  αγγλική ανοχή. Το συμμαχικό διάβημα  της 31 Ιουλίου ,  που συντάχθηκε στην Αθήνα με πρωτοβουλία του γάλλου πρέσβη , έδειξε για μια ακόμη φορά ότι οι σύμμαχοι ήθελαν ένα αφεντικό στα Στενά και αυτός ήταν ο Κεμάλ .

    Στην   πτώση της μαχητικής ικανότητας της Στρατιάς,  που διαπιστώθηκε κατά την τουρκική επίθεση από την 1η τουρκική στρατιά με διοικητή τον Νουρεντίν πασά ,  που άρχισε τις πρώτες πρωινές ώρες της 26 Αυγούστου(13 Αυγ, π.η.) με το βάρος νότια του Αφιόν Καραχισάρ  κατά των μετώπων των   IV , I και ΙΙ μεραρχιών , συνέβαλαν  οι εξής παράγοντες :

 -Η  απραξία  περίπου 11 μηνών  και  η  έλλειψη ουσιαστικής μέριμνας της κυβέρνησης και

της Στρατιάς για τη βελτίωση της  αμυντικής  οργάνωσης   του μετώπου  και το σχεδιασμό   μιας αποτελεσματικής  άμυνας.

– Το μεγάλο ανάπτυγμα του μετώπου και η κακή οργάνωση , με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν ικανές εφεδρείες για αντεπίθεση .

– Η πτώση του ηθικού των αξιωματικών και στρατιωτών , που οφείλονταν , στην προαγωγή και αναδρομική πληρωμή των απότακτων της περιόδου Βενιζέλου και όχι αυτών που μάτωναν στο μέτωπο και  στην  κούραση  εξ αιτίας  της πολύχρονης  στράτευσης ,  που μεγάλωνε τη  λαχτάρα για  επιστροφή στις οικογένειες  ,  ιδιαίτερα για  των   παλιών   κλάσεων .

– Η  διαμάχη Βασιλικών –Βενιζελικών και  η  κακή επιρροή των αξιωματικών , που είχαν  καταφύγει στην Κωνσταντινούπολη.

-Η μη εφαρμογή του στρατιωτικού ποινικού κώδικα και η ατιμωρησία των λιποτακτών και  αυτών που λόγω γνωριμιών δεν επέστρεφαν από τις άδειες των .

 – Η κακή τροφοδοσία και η έλλειψη μέριμνας για το προσωπικό στο μέτωπο .

– Η προετοιμασία του κινήματος του Σεπ 1922 στο μέτωπο , με  το πρωτόκολλο κατά της κυβέρνησης  που συντάχθηκε από τους συνταγματάρχες Πλαστήρα –Παπαϊωάννου και η μη αντίδραση του αρχιστράτηγου  Α. Παπούλα,  στην πρωτοβουλία αυτή .

 – Η δράση του διεθνισμού στις μονάδες και στα επιτελεία,  με πυρήνες τους στρατιώτες και μέλη του ΣΕΚΕ Παντελή Πουλιόπουλο και Γιώργο Παντελή , οι οποίοι  τύπωναν κρυφά  και μοίραζαν την εφημερίδα «Ερυθρός Φρουρός».

– Με την έναρξη της επίθεσης  , η παραμονή του αρχιστράτηγου Χατζανέστη και του επιτελείου του στη Σμύρνη και όχι στο προωθημένο στρατηγείο στο Ουσάκ , ώστε  να έχει γνώση της κατάστασης και να επεμβαίνει .

  Τα κενά που υπήρχαν στο μέτωπο έδωσαν το δικαίωμα στο τούρκικο ιππικό από την πρώτη μέρα της επίθεσης να εισχωρήσει στα μετόπισθεν του Α’ Σ.Σ. , να καταστρέψει τις επικοινωνίες και να εμποδίσει την γρήγορη κίνηση των εφεδρειών  . Τη δεύτερη ημέρα της   επίθεσης το μέτωπο έσπασε,  αφού δεν έγιναν αντεπιθέσεις και μερικοί διοικητές ταγμάτων εγκατέλειψαν την αμυντική γραμμή από το βάρος της τουρκικής επίθεσης και το φόβο της κύκλωσης . Το μεσημέρι της 27ης Αυγούστου (παραμονή της Παναγιάς με το π.η) ο διοικητής   του Α’ Σ. Σ. υποστράτηγος Τρικούπης διέταξε την εκκένωση του Αφιόν και τη σύμπτυξη στην επόμενη γραμμή άμυνας . Τίποτα δεν λειτούργησε σωστά , φάλαγγες κινούνταν προς τα πίσω μαζί με χιλιάδες γυναικόπαιδα ,  ορισμένοι διοικητές κινήθηκαν νοτιότερα και το κενό που δημιούργησε ο αντίπαλος μεγάλωσε και εισχώρησε  μαζικά  το τουρκικό πεζικό  . Οι μονάδες των Α’ και Β’ Σ. Σ. διασπάστηκαν στα δύο,  η μια ομάδα με τον Τρικούπη κινήθηκε δυτικά και έδωσε την  άνιση μάχη του Αλή Βεράν στις 30 Αυγούστου  και μετά περιπλανήθηκε στα βουνά και αιχμαλωτίστηκε. Η  άλλη με τον υποστράτηγο Φράγκου κάτω από την πίεση του τουρκικού ιππικού,  κινήθηκε προς τη χερσόνησο της Ερυθραίας ακολουθούμενη από πρόσφυγες χριστιανούς  και φυγάδες –λιποτάκτες .

Ένα σκηνικό φρίκης εξελίχθηκε κατά μήκος του δρομολογίου οπισθοχώρησης  , Ουσάκ  , Κούλα , Φιλαδέφεια , Κασάμπα  ,   Μαγνησία  , Βουρλά και Τσεσμέ . Πρωταγωνιστές ήταν οι λιποτάκτες-φυγάδες που επιδίδονταν σε πυρπολήσεις και κλεψιές στα τουρκικά χωριά και στις αγροικίες , ο Ε.Σ.  που  αναγκαστικά για να καθυστερήσει   το τούρκικο ιππικό ,   ανατίναζε  γέφυρες , έβαζε  φωτιές  , δημιουργούσε  εμπόδια και ταυτόχρονα κατέστρεφε   τα υλικά και τα πυρομαχικά τα οποία  δεν μπορούσαν να μεταφερθούν και το  τούρκικο  ιππικό  που ακολουθούσε   πυρπολούσε τα  ελληνικά χωριά ,  αιχμαλώτιζε τα γυναικόπαιδα που ακολουθούσαν τον Ε.Σ.   για να γλυτώσουν  τον εξανδραποδισμό  και τον εξευτελισμό ,  από τους βασιμποζούκους  τούρκους και  τις αντάρτικες ομάδες του Κιόρ Μπεχλιβάν .

Μόλις επιβιβάστηκε στο Τσεσμέ  και ο τελευταίος στρατιώτης  κοντά στα μεσάνυχτα της 15ης  Σεπ 1922 , ο ταγματάρχης  Μαρούλης διέταξε τον σαλπιγκτή να σημάνει «αποχώρηση» . Αποχώρηση   από  τα ιερά χώματα της Ιωνίας , πάνω στα οποία εγκαταλείφθηκαν  σπαρμένα τα κόκαλα των χιλιάδων νεκρών αξιωματικών και οπλιτών , που  έπεσαν στο πεδίο της μάχης. Το Γ’ Σ. Σ , μαζί με δεκάδες χιλιάδες  πρόσφυγες  έλληνες , τσερκέζους και αντικεμαλικούς τούρκους,  μαχόμενο κατόρθωσε   τη νύκτα 17/18 Σεπ 1922  να περάσει στη Θράκη  από τα λιμάνια της Αρτάκης και της Πανόρμου, εκτός από ένα μεγάλο τμήμα της ΧΙ μεραρχίας που αιχμαλωτίστηκε . Μόνο  η ανεξάρτητη μεραρχία  από την  29η Αυγούστου   κινήθηκε  συντεταγμένα  μέσα από τα βουνά , διέσχισε περί τα 600 χλμ και έφθασε στο Δικελή στις 12 Σεπ και  μεταφέρθηκε  στη Μυτιλήνη  στις 14 Σεπ 1922.     

  Ενώ συνέβαιναν όλα αυτά η Σμύρνη  ζούσε το δράμα της . Οι κάτοικοι της πόλης  έμειναν  απληροφόρητοι  για τη διάσπαση του μετώπου στις 27 Σεπ , αλλά οι φήμες διαδίδονταν από στόμα σε στόμα και έσπειραν  τον πανικό . Αυτοί που είχαν τη δυνατότητα αναχώρησαν έγκαιρα για τα απέναντι ελληνικά νησιά και το εξωτερικό . Ο ύπατος αρμοστής Στεργιάδης  , παρά τη ψυχραιμία που τον διέκρινε ήταν ταραγμένος και φρόντισε να δώσει τις οδηγίες για να μαζευτούν τα αρχεία . Στις 5  Σεπ  έφτασαν στη Σμύρνη οι υπουργοί  Θεοτόκης , Στράτος και ο νέος αρχιστράτηγος Πολυμενάκος , όχι για να συντονίσουν την επιβίβαση των προσφύγων αλλά για να αποτρέψουν το κίνημα, φυσικά χωρίς επιτυχία  . Η κυβέρνηση είχε σχεδιάσει   , με το νόμο που είχε ψηφίσει και με τις απαγορεύσεις  στα εμπορικά πλοία να πλεύσουν στα λιμάνια που μαζεύτηκαν οι πρόσφυγες, να αποτρέψει την εκκένωση της Μικράς Ασίας , πιθανόν φοβούμενη ότι θα ξέσπαγαν ταραχές και θα έχανε την εξουσία  .

   Μέχρι τις  βραδυνές ώρες  της 8ης Σεπτεμβρίου  1922 η ελληνική διοίκηση το στρατηγείο της Στρατιάς και τα τελευταία στρατιωτικά τμήματα, είχαν αναχωρήσει από τη «Νύφη της Ιωνίας» . Οι χριστιανοί κάτοικοι της πόλης αλλά και οι πρόσφυγες που είχαν φτάσει από την ύπαιθρο αναζητούσαν τρόπο διαφυγής , ενώ  ο θόρυβος από τις οπλές των αλόγων πλησίαζε  και στις 9 Σεπ 1922 γύρω στην 11η ώρα προτού το μεσημέρι η αντάρτικη  ομάδα του Κιόρ Πεχλιβάν μπήκε  στη Σμύρνη   . Καμαρωτοί πάνω στα άλογα και με την τρομερή όψη που είχαν οι τσέτες  μεγάλωσαν τον τρόμο στους κατοίκους  . Αμέσως περικύκλωσαν την αρμένικη συνοικία  Basmane και επιδόθηκαν σε λεηλασίες και βιασμούς , ήταν η ώρα της ανταμοιβής για τις θυσίες τους στη μάχη  , ήταν η ώρα του «ganimet» , όπως την εποχή των νικηφόρων πολέμων του οθωμανικού στρατού . Είχε  τεθεί σε εφαρμογή το σχέδιο της εξαφάνισης κάθε στοιχείου έμψυχου και άψυχου , που θα  θύμιζε την κοσμοπολίτικη πολιτεία . Την ίδια μέρα μπήκε στη πόλη ο Νουρεντίν πασά μαζί με τον τούρκικο τακτικό στρατό  και πήρε τη θέση του στο Κονάκι(διοικητήριο) . Αμέσως αναζήτησε τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο , ο οποίος  λειτουργούσε για τελευταία φορά στην Αγία Φωτεινή.  Στις 19.30  ήλθε ένα  όχημα πήρε το  μάρτυρα ιεράρχη μαζί με δύο ομογενείς και τους οδήγησε στον Νουρεντίν πασά. Το βράδυ 9/10 Σεπ κρατήθηκαν στο κρατητήριο και την επόμενη μέρα ο Νουρεντίν , αφού τον κατηγόρησε για «προδοσία της Οθωμανικής πατρίδας» , τον παρέδωσε στον τούρκικο όχλο . Η περιγραφή του μαρτυρίου του στη γειτονιά των «Δύο Τσεσμέδων –İkili Çesmelik-  », που είναι κοντά στο διοικητήριο προέρχεται  από γαλλική περίπολο, «Άρπαξαν το Μητροπολίτη και κτυπώντας τον οδήγησαν στο κουρείο ενός Λεβαντίνου , του φόρεσαν άσπρη μπλούζα τον κούρεψαν και του έκοψαν τα γένια . Προτού πεθάνει ο  μάρτυρας ιεράρχης ,  από τέσσερις πυροβολισμούς (κατ’ άλλους  με μία μαχαιριά) ενός  τουρκοκρητικού ,  ακρωτηριάστηκε φρικτά…».

  Στις 10 Σεπ 1922  μπήκε  στην  πόλη η λοιπή τούρκικη ηγεσία με επικεφαλής τον αρχιστράτηγο Κεμάλ (,  για να ολοκληρωθεί το έργο της καταστροφής. Οι πρόσφυγες κατά χιλιάδες μαζεύτηκαν  στο λιμάνι αλλά και σε διπλανές σκάλες και  εκλιπαρούσαν για μια βάρκα  προσφέροντας όλα τα χρυσαφικά τους . Μεταμφίεσαν τα κορίτσια σε γριές για να γλυτώσουν από τη βουλιμία των τούρκων , άλλοι άνοιγαν τους τάφους και έμπαιναν μέσα για να γλυτώσουν  . Το ίδιο  σκηνικό τις επόμενες μέρες  στο Δικελή , στις Κυδωνίες, στη Φώκαια και  όπου υπήρχε λιμάνι , έτρεχαν  πανικόβλητοι οι έλληνες της Ιωνίας και της Αιολίας να σωθούν . Τους  άνδρες όταν τους συλλάμβαναν αμέσως τους έστελναν στα τάγματα εργασίας , αφού τους κατηγορούσαν για προδοσία της πατρίδας και του έθνους. Οι σύμμαχοι μας στον κόλπο της Σμύρνης ακολουθώντας την πάγια τακτική τους από τις αρχές του 1920,  κρατούσαν ουδέτερη στάση με ελάχιστες εξαιρέσεις .

  Στις 13 Σεπ 1922 ξέσπασαν ταυτόχρονα  τρεις εστίες φωτιάς στην αρμένικη συνοικία. Στην εξάπλωση της φωτιάς βοήθησαν  ο νότιος άνεμος που φύσαγε ,  η εσκεμμένη  ενίσχυση της φωτιάς με πετρέλαιο  από τους  τούρκους και η ανικανότητα της ιδιωτικής πυροσβεστικής υπηρεσίας  και τελικά μετά από τρία μερόνυχτα έντονης δράσης και γρήγορης εξάπλωσης σ’ όλες τις συνοικίες   εκτός της τούρκικης και της εβραϊκής ,  έσβησε ολοκληρωτικά στις 18 Σεπ 1922. Το θλιβερό αποτέλεσμα ήταν να γίνουν στάχτη   2,6 εκ. τ.μ. αστικής γης και πάνω από 20 χιλ ακίνητα, με συνολικό ύψος ζημιών 3,5 εκ. χρυσές λίρες  . Το σπουδαιότερο όμως είναι ότι με βάση τους αριθμούς έχασαν τη ζωή τους πάνω από 120 χιλ. άτομα αν ληφθεί υπόψη ότι στην πόλη ζούσαν περίπου 500 χιλ. έλληνες και αρμένιοι , τα δε πλοία παρέλαβαν μόνο 320 χιλ. Από τους 459 ιερωμένους της επαρχίας Σμύρνης , 347 θανατώθηκαν και μεταξύ αυτών πλέον του Χρυσοστόμου Σμύρνης , ο Μοσχονησίων Αμβρόσιος , ο Κυδωνιών Γρηγόριος και ο Ικονίου Προκόπιος  .

Στις 13 Σεπ 1922 το βράδυ ο  Κεμάλ   μόνος με την κυρία  Λατιφέ  και μετέπειτα γυναίκα του,  στο λιακωτό της βίλας της  στο Γκιόζτεπε στα νότια της πόλης,  συζητούσε για το μέλλον της Τουρκίας ,ενώ οι τεράστιες φλόγες  υψώνονταν στο ουρανό  μετατρέποντας σε στάχτη ένα πολιτισμό εκατοντάδων ετών .

    Η τραγωδία της Σμύρνης  αποτέλεσε το  θλιβερό  επιστέγασμα της  Μικρασιατικής εκστρατείας , που μαζί με άλλες παρόμοιες θλιβερές καταστάσεις  στο Δικελή , στις Κυδωνίες , στα Μοσχονήσια , στο Κεμέρ  και αλλού, αποτέλεσαν  την «ταφόπλακα»  της  ιστορίας του ελληνισμού της Μικράς  Ασίας. Παρέμειναν τα σκόρπια ερείπια και  όσες εκκλησιές , μοναστήρια , σπίτια , εργοστάσια κλπ γλύτωσαν  από την καταστροφή Άδεια κουφάρια , που μέσα τους  έμειναν   αδειανά τα εικονοστάσια και τα καντήλια για πάντα σβηστά , ανακατεμένα  με ιστορίες και θρύλους που διαδόθηκαν από τα στόματα των προσφύγων στις επόμενες γενιές μέχρι και τις μέρες μας και θα μείνουν για πάντα στην ιστορική μνήμη. 

 Επίλογος

   Στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου και στα ελληνικά νησιά  κύματα οι πρόσφυγες, ξεκίναγαν οι περισσότεροι  μέσα στη δυστυχία και στη φτώχια μια νέα ζωή. Σε μια πολιτεία, στην πρωτεύουσα της οποίας εκτελέστηκαν οι έξι  υπεύθυνοι της καταστροφής,  σύμφωνα με την απόφαση  του   έκτακτου  στρατοδικείου   . Το λαϊκό αίσθημα ζητούσε την εξιλέωση  , άραγε τη βρήκε με την εκτέλεση αυτή  ; Στα στάδια  που μας οδήγησαν στην καταστροφή  από την έναρξη του Μεγάλου Πολέμου,  οι πολιτειακοί , οι πολιτικοί και οι στρατιωτικοί παράγοντες , οι κυβερνήσεις αλλά και οι αντιπολιτεύσεις είχαν τη συμμετοχή τους . Οι ξένοι,  γνωρίζοντας πολύ καλά τη ψυχοσύνθεση του έλληνα ,με τις πράξεις τους  υποκίνησαν και  διατήρησαν τον εθνικό διχασμό , για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους . Ένας διχασμός που  ρίζωσε στις ψυχές των Ελλήνων και επηρέασε για δεκαετίες την πολιτική ζωή της Χώρας.   Ένας διχασμός που γιγάντωσε στα μέτωπα  της Μικράς Ασίας και δεν άφησε τους υπεύθυνους πολιτικούς και στρατιωτικούς , να δούνε και να αντιληφθούνε  το συμφέρον του Έθνους και τα «διπλωματικά παιχνίδια», που παίζονταν στην πλάτη του . Αποτέλεσμα αυτής της «τύφλωσης» ήταν να αναλάβει η Χώρα μας , χωρίς ξεκάθαρες προϋποθέσεις, μια αποστολή πέρα από τις δυνάμεις της και από νικήτρια το 1918 να βρεθεί  ηττημένη το 1922 και με ξεριζωμένο τον ελληνικό πληθυσμό της Μικράς Ασίας. Η Χίμαιρα της Μεγάλης Ιδέας θα πλανάται  στις πεδιάδες , στα βουνά, στις ακρογιαλιές και στα απομεινάρια της τρισχιλιετούς παρουσίας των Ελλήνων στη Μικρασιατική γη . Θα πετάγεται στη Βασιλεύουσα , στη γειτονιά του Μαρτυρικού Οικουμενικού Πατριαρχείου , στις εκκλησιές και στα σχολεία στις ρωμεϊκες  γειτονιές και τέλος στον  τρούλο της Αγιάς Σοφιάς , όπου ακούγεται  η φωνή του μουεζίνη να  καλεί τους μουσουλμάνους για προσευχή και όχι οι βυζαντινές ψαλμωδίες .

 

                                                                            Μυτιλήνη Ιούνιος   2022.

                                                                             Στρατής   Χαραλάμπους

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[1] Ιαν 1919 στη Μικρά Ασία : 2232 εκκλησιές , 2870 ιερείς , σχολεία 2177 , δάσκαλοι 4596 , 177.505 μαθητές .

[2] . Οι προτάσεις κάλυπταν τα εξής θέματα : Βόρειος Ήπειρος, Θράκη, Κωνσταντινούπολη, Μικρά Ασία, Νησιά του Αιγαίου και Δωδεκάνησος

[3] Andrew Mango , Atatürk , Λονδίνο 1999, σελ.235.  Τέλη του 1916 ο οθωμανικός στρατός αριθμούσε 700 χλ υπό τα όπλα και στις 2 Ιαν 1919 , ο υπουργός στρατιωτικών σε έκθεση του σημείωνε σύνολο 61 χλ άνδρες με 41 χλ τυφέκια , 720 πολυβόλα και 256 πεδινά πυροβόλα . Διατηρήθηκαν όμως διοικήσεις και επιτελεία 20 μεραρχιών και 9 Σωμάτων Στρατού . Κάθε μεραρχία είχε περίπου 2 χλ άνδρες .

[4] ΕΣ.: 23.613  Τ.Σ.: 18.072

Αρθρογράφος