23 Έλληνες Επιστήμονες υποδεικνύουν: “Έτσι αντιμετωπίζεται η πανδημία, αυτή και οι επόμενες”

5 Φεβρουαρίου 202116:05

 

Οι υπογράφοντες το παρακάτω κείμενο ιατροί και καθηγητές ιατρικής με αίσθημα ευθύνης απέναντι στην κοινωνία θα θέλαμε να επισημάνουμε τα ακόλουθα:

 1) Η πανδημία είναι σε εξέλιξη και δεν θα εξαφανιστεί άμεσα. Eφόσον δεν αλλάξει ριζικά ο τρόπος παραγωγής του αγροτοδιατροφικού συμπλέγματος αναμένονται με σχετική βεβαιότητα νέες επιδημίες και πανδημίες ακόμη και στο κοντινό μέλλον.

2) Η πανδημία δεν είναι απλώς μια έκτακτη κατάσταση που μπορεί να αντιμετωπισθεί με έκτακτα μόνον μέτρα. Με σκοπό την προστασία της υγείας του πληθυσμού, ώστε να μην επαναληφθούν οι ακραίες καταστάσεις που ζούμε σήμερα, είναι απαραίτητο να σχεδιαστεί η αντιμετώπιση της πανδημίας με μακρόχρονη προσέγγιση και αντίστοιχο σχεδιασμό των εμπλεκόμενων υπηρεσιών.

3) Εφόσον η πανδημία είναι σε εξέλιξη, είναι πιθανό να υπάρξουν ανά πάσα στιγμή περιοχές που θα πληγούν ισχυρά, όπως αποδείχθηκε με οδυνηρό τρόπο τον Νοέμβριο στην Β. Ελλάδα και όπως απειλείται να συμβεί στην Αττική. Το lockdown αποτελεί μόνο την τελική λύση στον αγώνα εναντίον της εξάπλωσης του ιού και δηλώνει αποτυχία να συγκρατηθεί το πρόβλημα με άλλα, πιο έγκαιρα και έγκυρα αλλά και πιο ανώδυνα για την κοινωνία μέσα.

4) Tο πιο πολύτιμο όπλο για την ανάσχεση της πανδημίας είναι τα μέτρα δημόσιας υγείας, οι παρεμβάσεις στην κοινότητα που περιορίζουν τη μετάδοση του ιού. Αυτό αναδεικνύεται από την επιτυχή αντιμετώπιση της πανδημίας σε χώρες της Απω Ανατολής και στην Κούβα, που χρησιμοποιείται ως καλό παράδειγμα από τον ΠΟΥ. Η επιλογή της μη ιχνηλάτησης κάθε ατομικής περίπτωσης μόλυνσης και η απουσία επιδημιολογικής επιτήρησης αποτελούν σημαντικά ελλείμματα της εφαρμοζόμενης πολιτικής. Η πολιτική αυτή οφείλει να αντιστραφεί άμεσα. Θα πρέπει να αναπτυχθεί ένα σύστημα άμεσης και εντατικής ιχνηλάτησης, τόσο σε κάθε ασθενή που διαγιγνώσκεται με μόλυνση όσο και σε εργασιακούς χώρους ή/και σε τοπικό επίπεδο, όταν υπάρχουν συρροές κρουσμάτων. Παράλληλα, είναι απαραίτητη η ανάπτυξη ενός δικτύου επιδημιολογικής επιτήρησης σε όλη την επικράτεια με τη μέθοδο «παρατηρητών νοσηρότητας» – «sentinel», ώστε να είναι δυνατή η συνεχής και έγκυρη εκτίμηση της πορείας της επιδημίας τόσο σε τοπικό επίπεδο όσο και σε επιμέρους κοινωνικές ομάδες. Για να υλοποιηθούν τα παραπάνω απαιτείται σοβαρή ενίσχυση του ΕΟΔΥ με μόνιμο, επιστημονικό και τεχνολογικό προσωπικό σε όλες τις περιφέρειες και λειτουργικός συντονισμός με τις υπηρεσίες δημόσιας υγείας των Περιφερειών. Η ανάπτυξη των παραπάνω υπηρεσιών θα διευρύνει τις δυνατότητες ελέγχου της επιδημίας σε τοπικό επίπεδο και θα απομακρύνει την ανάγκη γενικευμένων lockdowns.

5) Τα εμβόλια αποτελούν θεωρητικά σπουδαίο όπλο εναντίον της πανδημίας και τα καλωσορίζουμε θερμά. Ωστόσο, θα πρέπει να αποφευχθεί η δημιουργία ενός κλίματος πρώιμης ευφορίας γύρω από την επίδραση των εμβολίων στην εξέλιξη του προβλήματος. Τα πρώτα δημοσιευμένα αποτελέσματα δείχνουν ότι τα εμβόλια που θα χρησιμοποιηθούν δημιουργούν ανοσία και μειώνουν δραστικά την πιθανότητα ανάπτυξης της νόσου. Ομως, παραμένουν ανοιχτά ερωτήματα, π.χ. ποια επίδραση θα έχουν σε ομάδες που δεν περιλήφθηκαν στις μελέτες, πόσο διαρκεί η ανοσία και αν προστατεύουν από τη μετάδοση της νόσου. Παραμένει επίσης ζητούμενο, ποιος θα είναι ο αριθμός των εμβολίων που θα διατεθεί και κυρίως ο ρυθμός διάθεσής τους ώστε να επιτευχθεί γρήγορα το αναγκαίο τείχος ανοσίας στην κοινότητα. Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η πραγματική συμβολή των εμβολίων στην ανάσχεση της πανδημίας θα γίνει εμφανής όταν εμβολιαστεί μεγάλο ποσοστό της κοινωνίας. Μέχρι τότε θα πρέπει να υπάρχει υψηλή εγρήγορση και να επιχειρείται εντατικά η ανάσχεση του προβλήματος με τα μέσα δημόσιας υγείας, την ενίσχυση των δημοσίων και την επίταξη, όποτε είναι αναγκαίο, των ιδιωτικών μονάδων περίθαλψης.

6) Η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας (ΠΦΥ) επιφορτίζεται με ένα σημαντικό και δύσκολο έργο, λόγω της μεγάλης συρροής ασθενών. Κάθε εμπύρετο νόσημα θα πρέπει να αξιολογείται για κορωνοϊό και να τίθεται η σωστή διάγνωση, ώστε να μη διαφύγουν άλλες διαγνώσεις που απαιτούν αντίστοιχες θεραπείες. Κάθε ασθενής με κορωνοϊό σε απομόνωση στο σπίτι του ή εν γένει στην κοινότητα θα πρέπει να έχει κατάλληλη παρακολούθηση προκειμένου να μη διαλάθει μια επικίνδυνη επιδείνωση της κατάστασής του. Η υπερφόρτωση λόγω πανδημίας ενός ήδη αδύναμου δημοσίου συστήματος ΠΦΥ δεν θα πρέπει να εμποδίζει την πρόσβαση σε ασθενείς με άλλα νοσήματα σε αυτές τις δομές υγείας. Επίσης, θα πρέπει να υπάρξει η δυνατότητα οι ασθενείς να έχουν παρακολούθηση στο σπίτι, με τηλεφωνική επικοινωνία ή φυσική παρουσία. Για να καλυφθούν αυτές οι ανάγκες είναι απαραίτητη η άμεση ενδυνάμωση της ΠΦΥ με άμεσους διορισμούς μόνιμου προσωπικού και αντίστοιχη υλικοτεχνική υποδομή. Οι προτεινόμενες παρεμβάσεις σε ό,τι αφορά την ΠΦΥ και την ιχνηλάτηση δεν αναιρούνται μετά την εφαρμογή του εμβολιασμού, αλλά ίσα ίσα είναι πρωταρχικής σημασίας και για την επόμενη περίοδο, δεδομένου ότι η νόσος θα εξακολουθεί να υφίσταται για μεγάλο διάστημα.

7) Η νοσοκομειακή περίθαλψη, συμπεριλαμβανομένης της νοσηλείας στη ΜΕΘ, αποτελεί την ύστατη γραμμή άμυνας προάσπισης της υγείας των πολιτών από την COVΙD-19. Η υπερκάλυψη των δια-θέσιμων κλινών του ΕΣΥ σε περιοχές που πλήττονται περισσότερο από την πανδημία αποδεικνύει την αποτυχία της πολιτείας να προετοιμαστεί επαρκώς για συνθήκες παρόμοιες με τις σημερινές, παρόλο που πολλοί επιστήμονες τις είχαν ήδη προβλέψει από τον Μάιο. Επιπροσθέτως, όταν τα νοσοκομεία του ΕΣΥ κατακλύζονται από ασθενείς με COVID-19, μοιραία δυσχεραίνεται δραστικά η φροντίδα ασθενών με όλα τα υπόλοιπα νοσήματα, γεγονός που δυνητικά μπορεί να οδηγήσει σε απώλειες ζωών. Κάθε εφεδρεία, π.χ. στρατιωτικά και ιδιωτικά νοσοκομεία, θα πρέπει να αξιοποιηθεί άμεσα. Παράλληλα, απαιτείται επειγόντως η ενδυνάμωση του ΕΣΥ με άμεσους μαζικούς διορισμούς μόνιμου προσωπικού και αντίστοιχη υλικοτεχνική υποδομή.

8) Ο ιδιωτικός τομέας υγείας θα πρέπει να συμμετέχει ισότιμα στην αντιμετώπιση της πανδημίας και στον αγώνα για την περίθαλψη των ασθενών και όπως τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά, επιβάλλεται να νοσηλεύουν ασθενείς με COVID-19, που προσφεύγουν και διαγιγνώσκονται σε αυτά. Σε συνθήκες μεγάλης πίεσης των νοσοκομείων του ΕΣΥ, θα πρέπει με τη χρήση της υπάρχουσας νομοθεσίας να επιτάσσονται και να εφημερεύουν μαζί με τα νοσοκομεία του ΕΣΥ, για κάθε είδους οξέος προβλήματος υγείας, συμπεριλαμβανομένου της COVID-19.

Αλεξάνδρα Αλεξοπούλου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Παθολογίας, Ιατρικής Σχολής, ΕΚΠΑ.

Δημήτρης Αναγνωστόπουλος, τ. καθηγητής Παιδοψυχιατρικής, Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ. 

 Αριστείδης Αντωνίου, τ. αναπληρωτής καθηγητής ακτινολογίας. 

Παναγιώτης Βλαχογιαννόπουλος, καθηγητής Παθολογίας – Ανοσολογίας ΕΚΠΑ. 

 Αλέξανδρος Γαρύφαλλος, καθηγητής Παθολογίας, Ιατρική Σχολή ΑΠΘ. 

 Γρηγόρης Γεροτζιάφας, professor of Hematology, research director Faculté de Médecine, Sorbonne University. 

 Επαμεινώνδας Ζακυνθινός, καθηγητής Εντατικής Θεραπείας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. 

 Σπύρος Ζακυνθινός, καθηγητής Πνευμονολογίας – Εντατικής Θεραπείας, Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ. 

 Θόδωρος Ζδούκος, γενικός ιατρός, διευθυντής ΕΣΥ, ΚΥ Μηχανιώνας. 

 Ιωάννης Καλομενίδης, καθηγητής Πνευμονολογίας, Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ. 

 Ηλίας Κονδύλης, αναπληρωτής καθηγητής Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και Πολιτικής Υγείας. 

 Χριστίνα Κυδώνα, Παθολόγος – Εντατικολόγος, διευθύντρια ΕΣΥ, Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης. 

 Δημοσθένης Μακρής, αναπληρωτής καθηγητής Εντατικής Θεραπείας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. 

 Δημήτρης Μπαμπαλής, Παθολόγος – Εντατικολόγος, διευθυντής Τμήματος Επειγόντων Περιστατικών, Γενικό Νοσοκομείο Λάρισας. 

 Αλέξης Μπένος, ομότιμος καθηγητής Υγιεινής, Κοινωνικής Ιατρικής και Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. 

Χρυσούλα Νικολάου, ομότιμη καθηγήτρια Βιοπαθολογίας – Ανοσολογίας, Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ. 

 Χρυσούλα Παπαγεωργίου, Αναισθησιολόγος – Εντατικολόγος, Praticien Hospitalier, Hôpital Tenon, AP-HP, Sorbonne Université. 

 Πουλίκος Πουλικάκος, καθηγητής Ογκολογικών Επιστημών στην Ιατρική Σχολή Mount Sinai στη Νέα Υόρκη. 

 Γιάννης Πρασσάς, scientist, Department of Pathology Mount Sinai University Hospital Toronto, Canada. 

 Δημήτρης Ρίζος, καθηγητής Κλινικής Χημείας, Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ. 

 Εύη Σαμόλη, αν. καθηγήτρια Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής, Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ. 

 Alex C Spyropoulos, MD, FACP, FCCP, FRCPC, professor of Medicine – The Donald and Barbara Zucker School of Medicine at Hofstra/Northwell, New York. 

 Παναγιώτα Τουλούμη, καθηγήτρια Βιοστατιστικής και Επιδημιολογίας, Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ.

Αρθρογράφος