Στην κορυφή του παγκόσμιου χάρτη αποδόσεων το Χρηματιστήριο Αθηνών

1 Ιανουαρίου 202010:45

Στην κορυφή στον παγκόσμιο χρηματιστηριακό χάρτη αποδόσεων για το 2019 βρέθηκε το ελληνικό χρηματιστήριο, κλείνοντας το έτος με υψηλά κέρδη 49,47% και με απόλυτο πρωταγωνιστή τον τραπεζικό κλάδο (+101,34%), ενώ η συνολική κεφαλαιοποίηση αυξήθηκε κατά 16,392 δισ. ευρώ. Η αγορά το 2019 αφού άφησε πίσω της το αρνητικό 2018 που είχε κλείσει με πτώση 25% και μείωση της συνολικής κεφαλαιοποίησης κατά 11 δισ ευρώ, κατέγραψε την υψηλότερη επίδοση μετά το 1999(+102%).

Ένα μεγάλο ανοδικό ριμπάουντ από τις αρχές του 2019 κατέγραψε το Ελληνικό Χρηματιστήριο, καλύπτοντας τις μεγάλες απώλειες που κατέγραφε την τελευταία 5ετία. Η διαφαινόμενη επάνοδος στην εξουσία του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας άνοιξε τον δρόμο, κυρίως μετά το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, για ράλι στο Χ.Α. Η έντονη ανοδική κίνηση της αγοράς κορυφώθηκε μετά τις ευρωεκλογές όταν οι αγορές προεξοφλούσαν την επικράτηση και την αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας στις εθνικές εκλογές.

Ο ενθουσιασμός για τη νέα κυβέρνηση βοήθησε το Χρηματιστήριο Αθηνών να σημειώσει μεγάλη άνοδο το 2019, ενισχυμένο από τις προσδοκίες ότι ο νέος πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης θα υιοθετήσει μια ατζέντα πιο φιλική προς τις επιχειρήσεις. Η αλλαγή πολιτικού σκηνικού που αναμενόταν μετά τις ευρωεκλογές, αυτομάτως οδήγησε σε αναθεώρηση των εκτιμήσεων των ξένων επενδυτών για τις προοπτικές της χώρας, τα αποτελέσματα των ελληνικών τραπεζών, αλλά και αυτά των ελληνικών εταιρειών. Η χρηματιστηριακή αγορά βρήκε ισχυρά στηρίγματα και στο κλίμα ευφορίας που επικράτησε και συνεχίζει να επικρατεί στην ελληνική αγορά ομολόγων με τις αποδόσεις να κατρακυλούν σε ιστορικά χαμηλά.

Ο Γενικός Δείκτης Τιμών το 2019 κατέγραψε άνοδο 303,37 μονάδων ή σε ποσοστό 49,47% και έκλεισε στις 916,67 μονάδες, έναντι 613,30 μονάδων στο τέλος του 2018. Ο μόνος αρνητικός μήνας ήταν ο Αύγουστος με απώλειες (-3,54%). Η συνολική κεφαλαιοποίηση της αγοράς από τις αρχές του έτους αυξήθηκε κατά 16,392 δισ. ευρώ, στα 61,664 δισ. ευρώ από 45,272 δισ. ευρώ στο τέλος του 2018. Ο δείκτης της υψηλής κεφαλαιοποίησης FTSE/ASE 25 έκλεισε το 2019 με κέρδη 42,88%, ενώ ο δείκτης FTSE MID CAP έκλεισε με άνοδο 22,57%.

 

Ο τραπεζικός κλάδος

Πρωταγωνιστής της χρονιάς ήταν ο τραπεζικός κλάδος ο δείκτης του οποίου κατέγραψε ράλι 101,34% οδηγώντας την εντυπωσιακή πιορεία της χρηματιστηριακής αγοράς. Η συνολική κεφαλαιοποίηση των μετοχών των τεσσάρων συστημικών τραπεζών το 2019 αυξήθηκε κατά 6,198 δισ. ευρώ και από τα 4,251 δισ. ευρώ στα τέλη του 2018 διαμορφώνεται σήμερα στα 10,449 δισ. ευρώ.

Οι τραπεζικές μετοχές, που είχαν υποστεί μεγάλο πλήγμα, το 2019 πρωταγωνίστησαν διπλασιάζοντας την αξία τους βασιζόμενες στην ελπίδα ότι η υγεία των τραπεζών θα μπορέσει να αποκατασταθεί χάρη στο σχέδιο της κυβέρνησης να μειώσει κατά πολύ το τεράστιο βάρος από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.

Οι αναλυτές είναι πιο βέβαιοι και πιο θετικοί για τις ελληνικές τράπεζες λόγω των σημαντικών αλλαγών και διεργασιών που λαμβάνουν χώρα, όπως η ψήφιση του συστημικού σχεδίου για τα κόκκινα δάνεια, η πρόοδος που καταγράφουν οι προσπάθειες οργανικής και μη μείωσης των NPEs

Πρωταθλητές τα ελληνικά ομόλογα το 2019

Η μεγάλη επιστροφή των ελληνικών ομολόγων. Το 2019 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η χρονιά των ελληνικών ομολόγων. Οι θεσμικοί επενδυτές επέστρεψαν μαζικά στη δευτερογενή αγορά αναδεικνύοντας τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου “πρωταθλητές της αγοράς” καθώς οι τιμές τους μέσα σε ένα χρόνο αυξήθηκαν κατά μέσο ορο 25%. Ο τζίρος τη χρονιά που μας πέρασε, αυξήθηκε κατά 70% ξεπερνώντας τα 8,5 δισ. ευρώ, παρόλο που τα κρατικά ομόλογα παραμένουν αποκλεισμένα από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαικής Κεντρικής Τράπεζας. Οι αποδόσεις σε όλες τις χρονικές διάρκειες υποχώρησαν με αποτέλεσμα το κόστος δανεισμού για το Δημόσιο να περιοριστεί κατά περίπου 3%. Οι εξελίξεις αυτές δημιουργούν ευνοικές προυποθέσεις προκειμένου ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) να προσφύγει το 2020 στις αγορές για να δανειστεί από 4 ως 8 δισ. ευρώ.

Ηδη εντός του 2019 και παρά τον περιορισμό που έχει επιβληθεί στις ελληνικές τράπεζες για το ανώτατο όριο που μπορούν να επενδύουν σε εγχώρια κρατικά ομόλογα, το Ελληνικό Δημόσιο άντλησε από τις αγορές 9 δισ. ευρώ, ολοκληρώνοντας επιτυχώς τέσσερις εκδόσεις ομολόγων (δύο φορές 10ετή, και από μία φορά 7ετές και 5ετές). Η ισχυρή ζήτηση για τα ομόλογα αυτά η οποία είχε ως αποτέλεσμα το Ελληνικό Δημόσιο να δεχθεί προσφορές 49 δισ. ευρώ, συνέβαλε στην άνοδο των τιμών με ταυτόχρονη υποχώρηση των αποδόσεων.

Ετσι στο κλείσιμο της χρονιάς η απόδοση του 10ετούς ομολόγου έχει υποχωρήσει στο 1,40% από 4,20% που κυμαίνονταν στις αρχές του έτους. Αντιστοίχως, η απόδοση του 5ετούς μειώθηκε στο 0,5% από 3,12% και του 7ετούς στο 0,97% από 3,86%.

Η μείωση των αποδόσεων η οποία βελτιώνει σημαντικά τη βιωσιμότητα του Δημόσιου Χρέους, έπεφερε ταυτόχρονα κέρδη στους επεδνυτές, οι οποίοι τοποθέτησαν το 2019 στη δευτερογενή αγορά περισσότερα από 8,5 δισ. ευρώ. Ενδεικτικά η τιμή του 10ετούς ομολόγου στο τέλος της χρονιάς είχε ξεπεράσει τις 121 μονάδες βάσης (μ.β) από τις 96,5 μ.β που ήταν στις αρχές του 2019. Συνακόλουθα, η απόδοση για μία τέτοια επένδυση αγγιξε το 25%. Αντίστοιχα υψηλές αποδόσεις πέτυχαν τα 5ετή ομόλογα, των οποίων η τιμή αυξηθηκε στις 112,4 μ.β από 101,42 μ.β καταγράφοντας αύξηση 10,8%. Οι επιδόσεις αυτές οι οποίες δύσκολα μπορούν να συγκριθούν με εκείνες των ομολόγων του σκληρού πυρήνα της ευρωζώνης, ήταν αναμενόμενο να λειτουγήσουν ως “μαγνήτης” για τους επενδυτές. Τα ελληνικά ομόλογα κατάφεραν να επανέλθουν στο επενδυτικό προσκήνιο μετά από μία μακρά περίοδο απαξίωσης. Είναι ενδεικτικό ότι ο τζίρος στη δευτερογενή αγορά που διαχειρίζεται η Τράπεζα της Ελλάδος (ΗΔΑΤ) το 2016 είχε υποχωρήσει στα 519 εκατ. ευρώ, το 2017 ήταν μολις 555 εκατ. ευρώ, ενώ άρχισε ν΄ανακάμπτει από το 2018 όταν έφθασε τα 5 δισ. ευρώ.

Το 2020 το Ελληνικό Δημόσιο διαθέτοντας “στη φαρέτρα” του εκτός από τις εξαιρετικές επιδόσεις των ομολόγων του, και ένα αποθεμματικό περίπου 32 δισ. ευρώ – τα οποία αντιστοιχούν στις λήξεις των ομολόγων για τα επόμενα τέσσερα χρόνια – προετοιμάζεται για νέες εκδόσεις ομολόγων. Παράλληλα προετοιμάζεται να προχωρήσει σε τρεις κινήσεις οι οποίες θα βελτιώσουν περαιτέρω τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους. Η πρώτη αφορά στην εξόφληση εντόκων γραμματίων ύψους περίπου 4,4 δισ. ευρώ από το απόθεμμα των 12,6 δισ. ευρώ που κυκλοφορεί στην αγορά. Η δεύτερη αφορά στην πρόωρη εξόφληση ομολόγων που προήλθαν από το πρόγραμμα ανταλλαγής (Psi) ύψους 4 δισ. ευρώ και η τρίτη εξόφληση περίπου 2 δισ. ευρώ από το συνολικό χρέος προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

 

Αρθρογράφος