Tα 6 αγαπημένα μου βιβλία: Σταύρος Πετσόπουλος

7 Οκτωβρίου 201514:21

Ο εκδότης του οίκου Άγρα μας παρουσιάζει τα βιβλία που τον επηρέασαν περισσότερο απ’ όλα στη ζωή του.

Σημειώνω πέντε βιβλία, αλλά καταλήγουν σε έξι, τα οποία επηρέασαν στην εφηβεία μου και στα πρώτα μετασχολικά χρόνια το μυαλό μου, τις απόψεις και τα γούστα μου για τη λογοτεχνία, την τέχνη και την πολιτική, και ίσως αυτό που λέμε τη ζωή μου.

Ο «Εικοστός Αιώνας», της Μέλπως Αξιώτη

Γύρω στα δεκαέξι, επί δικτατορίας, κάποιοι συμμαθητές κυκλοφορούσαν στους διαδρόμους του σχολείου με δίσκους βινυλίου σε θήκες, π.χ. με τα Christmas Carols από τον Perry Como που άκουγαν οι γονείς μας, πράγμα τελείως παράδοξο, την ώρα που κανονικά εμείς θα ακούγαμε Rolling Stones, Doors, Dylan, Beatles. Ποιο ήταν το μυστικό: μέσα στις θήκες είχαν απαγορευμένους δίσκους του Μίκη Θεοδωράκη.

Δεν ήθελαν να χαλάσουν τις θήκες των Rolling Stones και παίρναν από τη δισκοθήκη του μπαμπά και της μαμάς τα πιο βαρετά, αλλά διόλου πιστευτά. Η κάλυψη φανέρωνε πιο πολύ το κρύψιμο. Όταν πλησίαζα, μια και ήμουν καλόπαιδο, σώπαιναν ή άλλαζαν την αντιδικτατορική κι αριστερή κουβέντα τους. Ήθελα κι εγώ να μάθω για την Aριστερά, αλλά δεν με παίζανε αρχικά. Διάβαζα στα έντυπα της εποχής κάποια αντικομμουνιστικά άρθρα του χουντικού αλλαξοπιστήσαντος Γεωργαλά που μου κέντριζαν το ενδιαφέρον για λόγους ανάποδους των επιχειρημάτων τους. Ήθελα να μάθω. Στο σπίτι δεν μπορούσα να ρωτήσω ή έτσι νόμιζα. Σκέφτηκα να διαβάσω τα βιβλία με τα ταξίδια του Καζαντζάκη στη Ρουσία και στην Κίνα για να σχηματίσω μια πρώτη άποψη. Έβγαινα από τη βαθιά καζαντζακική περίοδο, από τα δεκατέσσερα έως τα δεκάξι, όπου τα διαβάζεις όλα, αντιγράφεις σε τετράδια, με τα μαθητικά σου γράμματα, τις μεγάλες φράσεις του και μετά δεν τον ξαναδιαβάζεις ποτέ (ή έστω ξανακοιτάς ένα-δυο).

Δεν θυμάμαι τι με οδήγησε ένα Σάββατο στο εκδοτικό βιβλιοπωλείο του «Κέδρου» της Νανάς Καλλιανέση, στη γωνία της στοάς Πανεπιστημίου-Χαριλάου Τρικούπη. Τα ζήτησα, δεν τα είχαν, και υποσχέθηκαν να τα φέρουν την άλλη εβδομάδα. Αντ’ αυτών, μου πρότειναν τον «Εικοστό Αιώνα» της Αξιώτη, στην έκδοση τότε του «Θεμελίου». Το ρούφηξα και μου αποκαλύφθηκε ένας άλλος κόσμος, και αφηγηματικά και πολιτικά, έτη φωτός από τα αναγνώσματα του σχολείου. Το επόμενο Σάββατο ξαναπήγα και πάλι δεν είχαν τον Καζαντζάκη. Με ρώτησαν πώς μου φάνηκε η Αξιώτη, είπα, και μου έδωσαν τους «Κεκαρμένους» του Νίκου Κάσδαγλη. Και η ιστορία με την αναμονή της Ρουσίας και της Κίνας συνεχίστηκε επί έξι μήνες. Κάθε Σάββατο και κάθε βδομάδα έπαιρνα ένα καινούργιο βιβλίο. Μετά έπαψα να ζητώ τον Καζαντζάκη. Σιγά-σιγά, μαζί με κάνα-δυο φίλους, γίναμε οι μασκότ του «Κέδρου». «Α, ήρθαν τα παιδιά μου!» έλεγε η κυρία Νανά όταν μπαίναμε στον «Κέδρο». Και κάθε τόσο μας ανέβαζαν στο πατάρι, όπου μαζεύονταν ο Τσίρκας, ο Κουμανταρέας κ.ά. –κάποτε ήρθε και ο Ρίτσος από την εξορία–, και μας υπέγραφαν τα βιβλία τους. Εκεί, τότε, για πρώτη φορά, είπα ότι όταν μεγαλώσω θέλω να ανήκω σ’ αυτόν τον κόσμο της έκδοσης βιβλίων. Δεν διάβασα ποτέ τα Ταξίδια στη Ρουσία και στην Κίνα.

Τα «Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία», του Ανδρέα Εμπειρίκου

Γύρω στα δεκαοκτώ βρέθηκα στο σπίτι του Ανδρέα Εμπειρίκου, λόγω μιας εργασίας που είχα γράψει στο περιοδικό του σχολείου για τον «Σουρεαλισμό στον κινηματογράφο». Ξεπροβοδίζοντάς με, σφίγγοντας επί ώρα το χέρι μου, όπως το συνήθιζε –αφιερωνόταν ολόκληρος για 3-4 λεπτά με συγκίνηση στην πράξη του χαιρετισμού–, μου πρόσφερε τα «Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία» στην πρώτη έκδοση του «Δίφρου», του 1960. Έγραψε στην αφιέρωση: «Στον κύριο Σ.Π.» και ήμουν μόλις 18! Ο εκδότης Σταύρος Πετσόπουλος Γνώριζα την «Υψικάμινο», που μισοκαταλάβαινα, και την «Ενδοχώρα», στην ωραία έκδοση του «Γαλαξία». Με τα «Γραπτά» ο κόσμος γύρισε ανάποδα. Αποκαλύφθηκαν άλλα όρια και άλλη στάση για τον έρωτα και τη ζωή, με μια μοναδική και πρωτόγνωρη στιλπνότητα και καθαρότητα συναισθημάτων, συνειρμών και νοημάτων. Από τότε ο κόσμος και η λογοτεχνία δεν ήταν πια τα ίδια. Το ‘φεραν τα πράγματα και το 1980, η γυναίκα του Βιβίκα και ο γιος του Λεωνίδας εμπιστεύτηκαν στη νεοσύστατη «Άγρα» τα «Γραπτά», την «Υψικάμινο» και την «Ενδοχώρα». Ένα Σάββατο μεσημέρι παρέλαβα από τον βιβλιοδέτη τα πρώτα αντίτυπα των «Γραπτών». Πέρασα το Σαββατοκύριακο ξαπλωμένος, κοιτώντας χαζά το ταβάνι και γελώντας μόνος μου, σαν σαλός. Το βιβλίο που μου είχε αλλάξει τη ζωή είχε περάσει από τα χέρια μου, είχα την ευθύνη του και του είχα δώσει με τους συνεργάτες εκδοτική μορφή. Έμαθα τότε ότι αυτά είναι τα μεγάλα δώρα του εκδότη.

Η Τριλογία του Στρατή Τσίρκα («H Λέσχη», «Αριάγνη», «H Νυχτερίδα»)

Πάλι στα δεκαοκτώ, το καλοκαίρι διάβασα την Τριλογία του Τσίρκα στη Σκύρο, όπου μάλιστα παραθέριζε κι αυτός και τον βλέπαμε από μακριά. Είχε γίνει αντιδικτατορικό must. Όλοι οι φίλοι μιας ανανεωτικής Αριστεράς έπρεπε να το διαβάσουμε. Και ήταν αποκαλυπτικό. Το τρίτομο έργο ως ένας κόσμος της μαχόμενης Αριστεράς σε ηρωικά χρόνια, μιλώντας με άλλους όρους για το φαινόμενο. Μια υπέροχη μυθιστορηματική αφήγηση-ποταμός στην Αίγυπτο και στη Μέση Ανατολή, όπου φαντασίωνες τους τόπους και τα ταξίδια. Βαθιά αντισταλινικό, σου έθετε πάμπολλα πολιτικά ερωτήματα σε σχέση με την κατάφαση που έψαχνες. Σου κατασκεύαζε έναν κόσμο όπου ήθελες να ανήκεις. Κι αυτό πλάι-πλάι με μεγάλο ερωτισμό και άμεση σχέση με τη σάρκα (ιδίως στη «Λέσχη»), με έντονες τις αισθήσεις της ερήμου, της ζέστης, των μυρωδιών να ξεπηδούν μέσα από τις σελίδες. Η λογοτεχνία της Αριστεράς έδινε χώρο στον ερωτισμό. Όταν ο Τσίρκας πέρασε κομματικό δικαστήριο για τη «Λέσχη» το 1962 και του ζήτησαν να αποκηρύξει το βιβλίο και να μη συνεχίσει την Τριλογία, ο Νίκος Καββαδίας, που ήταν φίλος του και τα είχε καλά με το Κόμμα, σε κάποιο δρομολόγιο του καραβιού του στην Αλεξάνδρεια φωτογραφήθηκε με τον Τσίρκα σ’ ένα φτηνό φωτογραφείο και μοίρασε τη φωτογραφία στα αθηναϊκά έντυπα. Ιδού μια σπουδαία πράξη δημόσιας υποστήριξης ενός ποιητή προς έναν συγγραφέα που θέλει να τον διαλύσει ο κομματικός μηχανισμός. Και η ιστορία μιας κακά ρετουσαρισμένης φωτογραφίας που παρεμβαίνει στο λογοτεχνικό και πολιτικό γίγνεσθαι της Αριστεράς. Και ένας λόγος για τη φιλία. Εμπειρίκος και Τσίρκας, τα Γραπτά και η Τριλογία, οι δύο πόλοι του έρωτα και της πολιτικής που σημάδεψαν τα μετέπειτα. Αργότερα, λίγο πριν από τον θάνατό του, ο Τσίρκας με απογοήτευσε βαθιά με τη «Χαμένη Άνοιξη», όπου πέρα από τη μετριότητα (κατά τη γνώμη μου) του μυθιστορήματος σε σχέση με την Τριλογία, έδωσε μια εικόνα φαλλοκρατικής και συντηρητικής στα ερωτικά Αριστεράς με τις περιγραφές της ηρωίδας στα πρότυπα της ερωμένης του στην πραγματική ζωή, η οποία τον ερέθιζε αλλά ταυτόχρονα τον σοκάριζε με τη μεγάλη της ελευθερία. Υπήρξε μέσα από τη γραφή βαθύτατα προσβλητικός απέναντι στη γυναίκα αυτή. Εν τέλει, λοιπόν, ο Εμπειρίκος, με τον απαστράπτοντα και ελεύθερο ερωτισμό, την καθαρότητα και, κυρίως, τη βαθιά ευγένεια.

Η «Μητέρα μου», του Georges Bataille

Διάβασα στο Παρίσι, γύρω στα είκοσι, τη «Μητέρα μου» του Georges Bataille. Άλλη κεραμίδα! Η ερωτική λογοτεχνία ως ακραία εμπειρία ορίων, με τραγικότητα και αισθησιασμό. Δεν έμοιαζε με τίποτε από αυτά που γνωρίζουμε ως λογοτεχνία στην Ελλάδα. Τα πράγματα το ‘φεραν και η «Ιστορία του ματιού» ήταν το τέταρτο βιβλίο της «Άγρας» τον Απρίλιο του 1980, στην εξαιρετική μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη, με τη σπουδαία εισαγωγή του που συζητήθηκε πολύ τότε. Ακολούθησαν η «Μαντάμ Εντουαρντά» και ο «Νεκρός», το «Γαλάζιο του ουρανού». Η «Μητέρα μου», αν και το πρώτο βιβλίο του συγγραφέα που διάβασα και με συντάραξε, κυκλοφόρησε πολλά χρόνια αργότερα, μετά την «Ιστορία του ματιού». Οι λογαριασμοί με τον Bataille δεν έχουν κλείσει.

Τα «Ποιήματα», α’ και β’ τόμος, του Καβάφη στον «Ίκαρο»

Δεν χρειάζεται σχόλιο γι’ αυτά.

Η «Ωμότητα των πραγμάτων», του Francis Bacon, & «Ο μηχανικός του χαμένου χρόνου», του Marcel Duchamp

Η «Ωμότητα των πραγμάτων – Συζητήσεις του Francis Bacon με τον David Sylvester» (ιστορικό τέχνης και πρώην εραστή του ζωγράφου) και ο «Μηχανικός του χαμένου χρόνου – Συζητήσεις του Marcel Duchamp με τον ιστορικό τέχνης Pierre Cabanne». Δύο σπουδαία βιβλία που μου χαρίστηκαν από φίλο ζωγράφο στο Λονδίνο γύρω στα είκοσι με είκοσι ένα και μου έδειξαν πόσο μακριά μπορεί να φτάσει ο λόγος του καλλιτέχνη, όταν, μιλώντας τόσο βαθιά και καίρια για τον δικό του κόσμο, μιλάει ταυτόχρονα για όλο το φαινόμενο της τέχνης. Είναι και οι δύο ακραίοι πόλοι της σύγχρονης τέχνης, άρα δύο ταυτόχρονα αντιθετικές ματιές, πράγμα που μου αρέσει σε ό,τι κάνω. Αν και ήταν στην πρώτη δεκάδα των βιβλίων που σχεδίαζα για την «Άγρα» στο ξεκίνημα, κυκλοφόρησαν 10-11 χρόνια αργότερα, όταν υπήρχε πλέον άλλη πείρα και τεχνική δυνατότητα για την έκδοσή τους.

Τα ερεθίσματα των βιβλίων είναι αμέτρητα και συνεχόμενα (κοινοτοπία είναι αυτό, αλλά δεν πειράζει). Πολλά βιβλία, είτε με τη γραφή και το ύφος τους, είτε με τον κόσμο που κατασκευάζουν, είτε και με μια φράση τους, έχουν την ικανότητα να σε κάνουν άλλον άνθρωπο, έστω και για λίγο. Αυτό προσπαθώ να κρατήσω ζωντανό στη δουλειά που επέλεξα ως προσωρινή, αλλά κρατάει τόσα χρόνια.

Πηγή: lifo.gr

Αρθρογράφος

blank
Ανδριανή Λοϊζίδου
Η Ανδριανή έχει σπουδάσει Δημοσιογραφία και Νομική στο Cambridge της Αγγλίας. Έχει δουλέψει σε διεθνούς φήμης εκδοτικούς οίκους και έχει διδάξει Αγγλικό Δίκαιο σε Ακαδημαϊκό επίπεδο.